Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

βρεφώδης

См. также в других словарях:

  • βρεφώδης — ες (AM βρεφώδης, ες) [βρέφος] όμοιος με βρέφος …   Dictionary of Greek

  • βρεφώδει — βρεφώδης childish masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) βρεφώδης childish masc/fem/neut dat sg βρεφώδεϊ , βρεφώδης childish dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρεφώδη — βρεφώδης childish neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βρεφώδης childish masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) βρεφώδης childish masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρεφῶδες — βρεφώδης childish masc/fem voc sg βρεφώδης childish neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρεφωδῶς — βρεφώδης childish adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • βρέφος — το (AM βρέφος) νεογέννητο παιδί, από τη γέννηση του μέχρι τον 25ομήνα μσν. νεοελλ. φρ. «τὸ Θεῑον Βρέφος» ο Χριστός στην εικόνα της Γέννησης ή όποτε εικονίζεται σε βρεφική ηλικία νεοελλ. άνθρωπος άπειρος, αθώος σαν βρέφος αρχ. 1. το έμβρυο 2.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»