-
1 βραχύ-πτολις
βραχύ-πτολις, ἡ, Kleinstadt, Lycophr. 911.
-
2 βραχύπτολις
A little city, Lyc.911:—also [suff] βρᾰχύ-πολις, Adj. belonging to a small city,Νιρεύς Eust.317.29
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βραχύπτολις
-
3 βραχύπτολις
См. также в других словарях:
φιλόπολις — ι, ΝΑ, και ποιητ. τ. φιλόπτολις Α (λόγιος τ.) αυτός που αγαπά την πόλη στην οποία γεννήθηκε, την ιδιαίτερη πατρίδα του αρχ. 1. (γενικά) αυτός που αγαπά την πόλη, που τού αρέσει η πόλη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόπολι η αγάπη προς την πόλη, προς την … Dictionary of Greek