-
1 βρασμός
-
2 βρασμος
ὁ сотрясение Arst., Plut. -
3 βρασμός
βρασμόςboiling up: masc nom sg -
4 βρασμός
βρασμός, ὁ,A boiling up, Aët. 1.130, Hld.5.17; fermentation,τῆς ὕλης Corn.ND3
: hence, agitation, shaking,γῆς Arist.
ap.Ar.Did.Fr. 13 (pl.), Orph.H.47.3 (pl.), Sor.1.65; shivering as if from cold, ib.80, Aret.SD2.3; rigor, Gal.7.607.2 metaph., τοῦ πάθους, τῶν παθῶν, Ph.1.306, 238.II = βράστης, J.BJ1.19.4, D.C.68.24, Phlp. in Mete.7.23, Agath.5.3; of a tidal wave, Id.2.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βρασμός
-
5 βρασμός
-
6 βρασμός
ο1) кипение (тж. физ.); 2) кипячение; 3) см. βράση 3; 4) перен. возбуждение, волнение; вспышка;βρασμός ψυχικής ορμής юр. — состояние аффекта
-
7 ἀπο-βρασμός
ἀπο-βρασμός, ὁ, das Hervorsprudeln, Sext. Emp.
-
8 ἀνα-βρασμός
ἀνα-βρασμός, Sp., dass., αἵματος, Medic.
-
9 ἐκ-βρασμός
ἐκ-βρασμός, ὁ, = ἔκβρασις, Sp.
-
10 βρασμοί
βρασμόςboiling up: masc nom /voc pl -
11 βρασμούς
βρασμόςboiling up: masc acc pl -
12 βρασμόν
βρασμόςboiling up: masc acc sg -
13 βράσμα
-
14 αποβρασμος
-
15 βρασίλα
-
16 βρασμοίς
-
17 βρασμοῖς
-
18 βρασμοίσι
-
19 βρασμοῖσι
-
20 βρασμοίσιν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βρασμός — boiling up masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρασμός — Φαινόμενο που συμβαίνει όταν η τάση των ατμών ενός υγρού –με τη μεταβολή είτε της θερμοκρασίας είτε της πίεσης– υπερβεί την εξωτερική πίεση. Είναι λοιπόν δυνατόν να πετύχουμε β. είτε υψώνοντας τη θερμοκρασία είτε μειώνοντας την πίεση. Με τις… … Dictionary of Greek
βρασμός — ο 1. τοκόχλασμα, η βράση, το βράσιμο. 2. μτφ., η παραφορά, το πάθος: Υποστήριξε ότι έκανε το έγκλημα σε βρασμό ψυχής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βρασμοῖς — βρασμός boiling up masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρασμοῖσι — βρασμός boiling up masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρασμοῖσιν — βρασμός boiling up masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρασμοί — βρασμός boiling up masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρασμοῦ — βρασμός boiling up masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρασμούς — βρασμός boiling up masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρασμῶν — βρασμός boiling up masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρασμῷ — βρασμός boiling up masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)