-
1 ἀνα-βρασμός
ἀνα-βρασμός, Sp., dass., αἵματος, Medic.
-
2 ἀνάβρασις
ἀνά-βρασις, ἀνα-βρασμός das Aufsprudeln -
3 ἀναβρασμός
ἀνά-βρασις, ἀνα-βρασμός das Aufsprudeln
1 ἀνα-βρασμός
ἀνα-βρασμός, Sp., dass., αἵματος, Medic.
2 ἀνάβρασις
3 ἀναβρασμός