-
101 тон
тонм1. ὁ τόνος, τό ὕφος:низкий \тон ὁ χαμηλός τόνος· говорить мягким \тонομ μιλώ μέ μαλακό ὕφος' говорить нежным \тоном γλυκομιλῶ· говорить повелительным \тоном μιλῶ μέ ἐπιτακτικό τόνο·2. ἡ ἀπόχρωση [-ις], ὁ τόνος χρώματος:светлые \тона́ τά ἀνοιχτά χρώματα· быть в \тон ταιριάζω, πηγαίνω· ◊ дурной \тон ἡ ἀγένεια, ἡ ἀπρέπεια, τό ἀγροϊκον хороший \тон ἡ εὐγένεια, ἡ εὐπρέπεια· задавать \тон δίνω τόν τόνο· переменить \тон ἀλλάζω ὕφος· попасть в \тон βρίσκω τήν κατάλληλη νότα· повышать,\тон ἀρχίζω νά φωνάζω, ἀγριεύω. -
102 точка
точк||а I ж ἡ τελεία, ἡ στιγμή (тж. муз.)/ фиэ., мех., мат тж. перен τό σημείο[ν]:\точка с запятой ἡ ἄνω τελεία· \точка кипения (замерзания) τό σημείο βρασμοδ (πήξεως)· \точка опоры τό σημείο στήριξης, τό στήριγμα· исходная \точка ἡ ἀφετηρίά са́мая высокая \точка хребта τό ὑψηλότερο σημείο βουνοδ· ◊ \точка зрения ἡ ἄποψη [-ις]· попасть в (самую) \точкау βρίσκω τόν στόχο· вода́ достигла самой высокой \точкаи ἡ στάθμη той νεροῦ ἀνήλθε στό ἀνώτατο σημείο· дойти до \точкаи φθάνω στό κατακόρυφο, φτάνω στά ἔσχατα· сдвинуть дело с мертвой \точкаи κινώ (или προωθώ) μιά δουλειά· \точка в \точкау ἀκριβώς· ставить \точкау над «и» μιλώ ξεκάθαρα, ἀκριβολογώ, λέγω τήν κυριολεξία· огневая \точка воен. ἡ ἐστία πυρός.точка II ж (действие) τό ἀκόνισμα, τό τρόχισμα. -
103 удовольствие
удовольстви||ес1. ἡ εὐχαρίστηση [-ις]/ ἡ ἀπόλαυση [-ις], ἡ διασκέδαση (развлечение):находить \удовольствие в чем-л. βρίσκω εὐχαρίστηση σέ κάτι· испытывать \удовольствие αίσθάνομαι εὐχαρίστηση[ν]· доставлять \удовольствие кому-л. προξενώ εὐχαρίστηση σέ κάποιον для собственного \удовольствиея γιά τό κέφι μου· с \удовольствиеем а) μέ εὐχαρίστηση, б) εὐχαρίστως (в ответе)·2. (развлечение) ἡ διασκέδαση[-ις], ἡ ἀπόλαυση [-ις], ἡ ψυχαγωγία:предаваться \удовольствиеям τό ρίχνω στίς διασκεδάσεις· ◊ жить в свое \удовольствие καλοζῶ, καλοπερνώ, περνώ ζωή καί κότα. -
104 управа
управ||аж1. τό δίκηο, τό δίκαιο[ν], ἡ δικαιοσύνη:искать \управау γυρεύω δικαιοσύνη· найти́ \управау на кого́-л. разг βρίσκω τό δίκηο μου, τιμωρώ τόν ἀδικητή μου·2. ист. τό συμβούλιο[ν]:городская \управа τό δημαρχεῖο[ν], ἡ δημαρχία -
105 урвать
урватьсов см. урывать· \урвать время βρίσκω καιρό. -
106 урывать
урыватьнесов1. прям., перен ἀρπάζω, ἀποσπώ:\урывать деньги ἀποσπώ χρήματα·2. (о времени) βρίσκω καιρό. -
107 устраивать
устраива||тьнесов1. (делать, создавать) φτιάνω, ὁργανώνω, ἱδρύω, κατασκευάζω, δημιουργώ:\устраивать концерт ὁργανώνω συναυλία· \устраивать скандал δημιουργώ σκάνδαλο· \устраивать засаду στήνω παγίδα, ὁργανώνω ἐνέδρα·2. (приводить в порядок) ὁργανώνω, τακτοποιώ, διευθετώ, (δια)κανονίζω:\устраивать свои́ дела τακτοποιώ τίς δουλειές μου, κανονίζω τάς ὑποθέσεις μου· \устраивать свою жизнь ὁργανώνω τή ζωή μου·3. (помещать, определять) τακτοποιώ, τοποθετώ:\устраивать кого-л. на работу τακτοποιώ κάποιον σέ δουλειά· \устраивать кого-л. в школу (в больницу) βάζω κάποιον στό σχολείο (στό νοσοκομείο)·4. безл (подходить) βολεύω, κάνω:это меня не \устраиватьет αὐτό δέν μέ βολεύει \устраиватьться1. (налаживаться) διευθετούμαι, τακτοποιούμαι:у него постепенно все \устраиватьется ὅλα τά ζητήματα του τακτοποιοῦνται σιγά σιγά·2. (обосновываться) ἐγκαθίσταμαι/ κάθομαι, βολεύομαι (в кресле и т. п.)· Я. (на работу) διορίζομαι, βρίσκω δουλειά. -
108 ютиться
ютитьсянесов φωλιάζω, βρίσκω ἄσυ-λο. -
109 ανετοίμαστος
η, ο1) неподготовленный; не готовый (к чему-л.);βρίσκω ανετοίμαστο — заставать врасплох;
2):ανετοίμαστη — у которой не готово приданое
-
110 απήχηση
[-ις (-εως)] η1) отзвук, отголосок, резонанс; 2) отклик; впечатление;έχω ( — или βρίσκω) πλατειά απήχηση — найти широкий отклик
-
111 απροετοίμαστος
η, ο [ος, ον ] неподготовленный; неготовый;βρίσκω κάποιον απροετοίμαστοςον — заставать кого-л. врасплох
-
112 απροπαρασκεύαστος
απροπαράσκευ||ος, η, ο [ος, ον ] неподготовленный, неготовый;βρίσκω κάποιον απροπαρασκεύαστον — заставать кого-л. врасплох;
βρίσκομαι απροπαρασκεύαστος — оказаться неподготовленным;
απροπαρασκεύαστη αγόρευση — неподготовленное выступление
-
113 άσυλο(ν)
τό1) (неприкосновенное) убежище; 2) пристанище; приют; άσυλον ανιάτων дом инвалидов;βρίσκω άσυλο(ν) — а) найти приют; — б) найти убежище
-
114 άσυλο(ν)
τό1) (неприкосновенное) убежище; 2) пристанище; приют; άσυλον ανιάτων дом инвалидов;βρίσκω άσυλο(ν) — а) найти приют; — б) найти убежище
-
115 βρέθηκα
παθ. αόρ. от βρίσκω -
116 βρες
προστ. от βρίσκω -
117 βρέσκω
см. βρίσκω -
118 βρήκα
αόρ. от βρίσκω -
119 δίκιο
-
120 εαυτός
αντων. (обычно в сочет, с притяж. мест. μου, σου, του и т. д.):ο εαυτός μου (σου, του) — я (ты, он) сам;
του εαυτου μου (σου, του) — самому себе; — самого себя;
τον εαυτό[ν] μου (σου, του) — себя, самого себя;
ο πρώτος εχθρός σου — — είναι ο εαυτός σου — ты сам себе первый враг;
θαυμάζει αυτός εαυτόν — он восхищается собой;
δεν σέβεται τόνεαυτόν του — он сам себя не уважает;
ερχομαι στον εαυτό μου — или βρίσκω τον εαυτό μου — прийти в себя; — очухаться (прост.);
γίνομαι εκτός εαυτού — выходить из себя;
αίσθάνομαι τον εαυτό μου καλά — чувствовать себя хорошо;
αφ' εαυτού — по собственной инициативе, добровольно;
καθ' εαυτόν — про себя;
ομιλεί καθ' εαυτόν — он говорит про себя;
παρ' εαυτώ — у себя дома;
§ καθ' εαυτου — действительно, на самом деле;
αυτό καθ' εαυτό — само по себе
См. также в других словарях:
βρίσκω — βρίσκω, βρήκα βλ. πίν. 114 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βρίσκω — βρήκα, έθηκα 1. ανακαλύπτω κάτι που αναζητώ και ήταν χαμένο: Βρήκα το πορτοφόλι μου. 2. κρίνω, νομίζω: Βρίσκεις ότι αυτό είναι σωστό; 3. κληρονομώ κάτι: Ό,τι έχει ταβρήκε απ το θείο του. 4. σοφίζομαι, επινοώ: Βρίσκει πάντα τρόπο και ξεφεύγει. 5.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 … Dictionary of Greek
ανακαλύπτω — (Α ἀνακαλύπτω) νεοελλ. 1. βρίσκω κάτι μετά από αναζήτηση ή έρευνα 2. βρίσκω, γνωρίζω κάτι που προϋπήρχε, αλλά ήταν άγνωστο μέχρι τώρα 3. βρίσκω κάτι διαφορετικό ή παρεμφερές με το ήδη γνωστό αρχ. 1. ξεσκεπάζω, φανερώνω 2. αφαιρώ το κάλυμμα,… … Dictionary of Greek
Kalamatianos — The Kalamatianos Dance is one of the most well known dances of Greece. It is Pan Hellenic and is danced at every social gathering.HistoryThe roots of kalamatianos can be found in antiquity. Homer, in the Iliad, describes three performances made… … Wikipedia
Vrisko To Logo Na Zo — Infobox Album | Name = Vrisko To Logo Na Zo Type = studio Artist = Elena Paparizou Released = June 12, 2008 Recorded = 2008 Genre = Pop rock, House, Pop, Modern Laïka, Ambient music Length = 49:44 Language = Greek Label = Sony BMG/RCA Producer =… … Wikipedia
βρισκούμενο — το 1. τα υπάρχοντα, η περιουσία 2. ό,τι υπάρχει πρόχειρα, χωρίς προετοιμασία και κατά τύχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρίσκω. Πρόκειται για ουσιαστικοποιημένη μετοχή του μέσου ενεστώτα του βρίσκω. Τέτοιες μετοχές δεν έχουν μόνον σημασία ενεστώτα, αλλά… … Dictionary of Greek
δήω — (I) δήω (Α) βρίσκω, συναντώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Συνδέθηκε με αρχ. σλαβ. desiti «βρίσκω», αρχ. ινδ. abhi dāsati «διώκω, επιδιώκω» και αλβ. ndesh «συναντώ»]. (II) δήω (Α) καίω … Dictionary of Greek
ενευκαιρώ — ἐνευκαιρῶ, έω (AM) μσν. βρίσκω ευκαιρία, βρίσκω κατάλληλο, ευνοϊκό καιρό αρχ. μσν. περνώ τον καιρό μου, ασχολούμαι με κάτι («ἐνευκαιρεῑν διαβολαῑς», Φίλ.) … Dictionary of Greek
επιτυχαίνω — και επιτυγχάνω και πιτυχαίνω και πετυχαίνω (AM ἐπιτυγχάνω, Μ και (έ)πιτυχαίνω και πετυχαίνω) 1. βρίσκω τον στόχο, σημαδεύω καλά (α. «ῥᾴδιον μὲν τὸ ἀποτυχεῑν τοῡ σκοποῡ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῑν», Αριστοτ. β. «τόν πυροβόλησε και τόν πέτυχε στην… … Dictionary of Greek
κουρνιάζω — 1. (για όρνιθες και γεν. για πνηνά) κοιμάμαι στην κούρνια, αναπαύομαι κατά τη νύχτα 2. (για ανθρώπους) βρίσκω κατάλυμα, διανυκτερεύω, βρίσκω καταφύγιο 3. κοιμάμαι νωρίς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κούρνια κατά το σχήμα φωλιά: φωλιάζω και κατά το συνώνυμό … Dictionary of Greek