Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

βρίσκω+το

  • 61 разобраться

    ξεκαθαρίζω, βρίσκω άκρη; καταλαβαίνω ( понять)

    Русско-греческий словарь > разобраться

  • 62 воспользоваться

    воспользоваться
    сов ἐπωφελοῦμαι:
    \воспользоваться случаем ἐκμεταλλεύομαι τήν εὐκαιρία, ἐπωφελούμαι τής εὐκαιρίας' \воспользоваться чем-л. в качестве предлога βρίσκω (или χρησιμοποιώ) σάν πρόφαση.

    Русско-новогреческий словарь > воспользоваться

  • 63 встречать

    встречать
    несов
    1. συναντώ, (συν)α-παντῶ, ἀνταμώνω·
    2. (получать, испытывать) συναντώ, βρίσκω:
    \встречать отказ παίρνω ἀρνητική ἀπάντηση· \встречать затруднения συναντώ δυσκολίες·
    3. (принимать) ὑποδέχομαι·
    4. (выходить навстречу) προϋπαντώ, ὑποδέχομαι, βγαίνω νά προϋπαντήσω· ◊ \встречать Новый год γιορτάζω τήν πρωτοχρονιά.

    Русско-новогреческий словарь > встречать

  • 64 выкраивать

    выкраивать
    несов
    1. κόβω·
    2. перен:
    \выкраивать время βρίσκω (или ἐξοικονομώ) καιρό· \выкраивать деньги ἐξοικονομώ χρήματα.

    Русско-новогреческий словарь > выкраивать

  • 65 вычитать

    вычитать I
    несов
    1. мат ἀφαιρώ, βγάζω, ὑφαιρῶ·
    2. (удерживать) κρατώ, κάνω κράτηση.
    вычитать II
    сов, вычитывать несов
    1. узнавать при чтении) διαβάζω κάπου или βρίσκω κάπου γραμμένο):
    \вычитать из газет διαβάζω στήν ἐφημερίδα·
    2. (рукопись) παραβάλλω, ἐλέγχω (τό χειρόγραφο).

    Русско-новогреческий словарь > вычитать

  • 66 добираться

    добираться
    несов φτάνω, Ερχομαι:
    \добираться до дому φτάνω στό σπίτι μου· \добираться до берега φτάνω στήν δχθη (ἀκτή)· \добираться до истины βρίσκω τήν ἀλήθεια· ◊ смотри́, я еще доберусь до тебя! разг ἔννοια σου, θά σέ κανονίσω!

    Русско-новогреческий словарь > добираться

  • 67 добиться

    доби́ться
    сов κατορθώνω, πετυχαίνω:
    \добиться успехов ἔχω ἐπιτυχίες, πετυχαίνω· \добиться согласия πετυχαίνω τή συγκατάθεση· \добиться своего πετυχαίνω τό σκοπό μου· \добиться победы νικῶ· \добиться то́лку καταφέρνω νά μάθω, βρίσκω ἄκρη.

    Русско-новогреческий словарь > добиться

  • 68 доходить

    доходить
    несов
    1. (приходить, достигать) φτάνω, φθάνω:
    вода доходит до краев τό νερό φτἀνει ὡς τά χείλια· \доходить с опозданием φτάνω μέ καθυστέρηση
    2. перен φτάνω, φθάνω, καταντώ:
    \доходить до крайности φτάνω στά ἄκρα, τό παρακάνω· \доходить до истощения φθάνω σέ ἐξάντληση· дело дошло́ до того, что... ἡ ὑπόθεσις (или τό πρᾶγμα) ἔφθασε σέ τέτοιο σημείο πού...·
    3. (до готовности) γίνομαι, ψήνομαι (довариваться)! ὠριμάζω (дозревать):
    тесто доходит τό ζυμάρι φουσκώνει, τό ζυμάρι ἀνεβαίνει· помидоры (персики) доходят οἱ ντομάτες (τά ροδάκινα) ὠριμάζουν ◊ у меня руки не доходят до... δέν μοῦ μένει καιρός νά...· \доходить своим умом βρίσκω μόνος μου, κατορθώνω κάτι μέ τις Ικανότητες μου.

    Русско-новогреческий словарь > доходить

  • 69 застигать

    застигать
    несов, застигнуть сов βρίσκω, πιάνω, προκάνω:
    \застигать врасплох αἰφνιδιάζω· нас застиг дождь μᾶς ἐπιασε (ή) βροχή.

    Русско-новогреческий словарь > застигать

  • 70 знать

    зна||ть I
    несов
    1. (быть осведомленным) ξέρω, μαθαίνω:
    \знать о поездке μαθαίνω γιά ταξίδι· знаешь... ξέρεις...·
    2. (иметь знания) ξέρω, ήξεύρω, γνωρίζω:
    \знать свое дело ξέρω τή δουλειά μου· \знатьете ли вы греческий язык? ξέρετε ἐλληνικά;· \знать понаслышке ἔχω ἀκουστά, γνωρίζω κάτι ἐξ ἀκοής· насколько я \знатью... ἀπ· δτι ξέρω...· не \знать, что делать δέν ξέρω τί νά κάνω· \знать наизу́сть ξέρω ἀπ' ἔξω·
    3. (быть знакомым) γνωρίζω, ξέρω:
    \знать кого-л. с детства γνωρίζω κάποιον παιδί (или ἀπ· τά παιδικά μου χρόνια)· \знать в лицо́ γνωρίζω ἐξ ὀψεως· \знать лично γνωρίζω προσωπικά· ◊ \знать как свой пять пальцев ξέρω κάτι σάν τήν' τσέπη μου· \знать толк в чем^л. σκαμπάζω σ'αὐτά, ξέρω καλά κάτι· кто его́ \знатьет ποιος τόν ξέρει, ποιός ξέρει· как \знать, почем \знать ποῦ νά ξέρεις, ποιός ξέρει· не \знать покоя δέν βρίσκω ἡσυχία, δέν ἡσυχάζω· \знать меру κρατώ τή ρέγουλα, τηρώ τό μέτρον дать \знать кому́-л. εἰδο-ποιῶ κάποιον \знать себе цену ξέρω τήν ἀξία μου· делайте как \знатьете κάνετε ὅπως νομίζετε, κάνετε ὅπως ξέρετε.
    знать II ж собир. ἡ ἀριστοκρατία, τό ἀρχοντολογι, οἱ είίγενείς, οἱ εὐπατρίδες.

    Русско-новогреческий словарь > знать

  • 71 изловчиться

    изловчиться
    сов разг μηχανεύομαι, βρίσκω τρόπο, καταφέρνω ἐπιτήδεια

    Русско-новогреческий словарь > изловчиться

  • 72 иитегрировать

    иитегр||и́ровать
    сов и несов мат βρίσκω τό ὁλοκλήρωμα.

    Русско-новогреческий словарь > иитегрировать

  • 73 набираться

    набирать||ся
    несов
    1. (скапливаться) μαζεύομαι, μαζώνομαι, συναθροίζομαι, συσσωρεύομαι·
    2. (чего-л.):
    \набиратьсяся ума βάζω μυαλό· \набиратьсяся сил δυναμώνω· \набиратьсяся храбрости βρίσκω τό κουράγιο.

    Русско-новогреческий словарь > набираться

  • 74 набрести

    набрести́
    сов βρίσκω, ἀπαντώ:
    \набрести на чей-л. след πέφτω πάνω στά ἰχνη κάποιου· \набрести на удачную мысль μοῦ Ερχεται μιά ἐνδιαφέρουσα Ιδέα.

    Русско-новогреческий словарь > набрести

  • 75 наплакаться

    наплакать||ся
    1. κλαίω πολύ, βάζω τά κλαμματα·
    2. (испытывать неприятности) разг ἔχω μπελάδες, βρίσκω τόν μπελά μου:
    он еще наплачется с ней θά ἔχει πολλούς μπελάδες μ' αὐτήν.

    Русско-новогреческий словарь > наплакаться

  • 76 нарываться

    нарываться
    несов разг πέφτω πάν συναντώ:
    \нарываться на кого-л. συναντώ κάποια ἀναπάντεχα· \нарываться на грубость συναν ἀγενή συμπεριφορά· \нарываться на неприятное· βρίσκω μπελάδες.

    Русско-новогреческий словарь > нарываться

  • 77 настигнуть

    настигнуть
    сов βρίσκω, πετυχαίνω (μετ.):
    пу́ля настигла врага τό βόλι βρήκε τόν ἐχθρό.

    Русско-новогреческий словарь > настигнуть

  • 78 недоставать

    недоста||вать
    несов безл λείπω:
    мне \недоставатьет денег δέν μοῦ φθάνουν τά χρήματα· \недоставатьет слов, чтобы... δέν βρίσκω λόγια γιά νά...· \недоставатьет опыта λείπει ἡ πείρα· мне тебя \недоставатьет μοῦ λείπεις· ◊ э́того еще (только) \недоставатьвало! разг αὐτό μᾶς ἔλειπε!

    Русско-новогреческий словарь > недоставать

  • 79 ночлег

    ночле||г
    м τό κατάλυμα (место ночле-гаУ ἡ διανυκτέρευση [-ις] (ночевка):
    ос-таноаи́ться на \ночлег διανυκτερεύω, βρίσκω κατάλυμα.

    Русско-новогреческий словарь > ночлег

  • 80 нрав

    нрав
    м τό ήθος, ὁ χαρακτήρ:
    крутой \нрав ὁ ἀπότομος χαρακτήρας· она была веселого \нрава είχε εὐθυμο χαρακτήρα· прийтись по \нраву βρίσκω τοῦ γούστου μου· это ему́ не по \нраву разг δέν εἶναι τοῦ γούστου του. \нравы мн. τά ήθη:
    \нрав и обычаи τά ήθη καί εθιμα.

    Русско-новогреческий словарь > нрав

См. также в других словарях:

  • βρίσκω — βρίσκω, βρήκα βλ. πίν. 114 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βρίσκω — βρήκα, έθηκα 1. ανακαλύπτω κάτι που αναζητώ και ήταν χαμένο: Βρήκα το πορτοφόλι μου. 2. κρίνω, νομίζω: Βρίσκεις ότι αυτό είναι σωστό; 3. κληρονομώ κάτι: Ό,τι έχει ταβρήκε απ το θείο του. 4. σοφίζομαι, επινοώ: Βρίσκει πάντα τρόπο και ξεφεύγει. 5.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 …   Dictionary of Greek

  • ανακαλύπτω — (Α ἀνακαλύπτω) νεοελλ. 1. βρίσκω κάτι μετά από αναζήτηση ή έρευνα 2. βρίσκω, γνωρίζω κάτι που προϋπήρχε, αλλά ήταν άγνωστο μέχρι τώρα 3. βρίσκω κάτι διαφορετικό ή παρεμφερές με το ήδη γνωστό αρχ. 1. ξεσκεπάζω, φανερώνω 2. αφαιρώ το κάλυμμα,… …   Dictionary of Greek

  • Kalamatianos — The Kalamatianos Dance is one of the most well known dances of Greece. It is Pan Hellenic and is danced at every social gathering.HistoryThe roots of kalamatianos can be found in antiquity. Homer, in the Iliad, describes three performances made… …   Wikipedia

  • Vrisko To Logo Na Zo — Infobox Album | Name = Vrisko To Logo Na Zo Type = studio Artist = Elena Paparizou Released = June 12, 2008 Recorded = 2008 Genre = Pop rock, House, Pop, Modern Laïka, Ambient music Length = 49:44 Language = Greek Label = Sony BMG/RCA Producer =… …   Wikipedia

  • βρισκούμενο — το 1. τα υπάρχοντα, η περιουσία 2. ό,τι υπάρχει πρόχειρα, χωρίς προετοιμασία και κατά τύχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρίσκω. Πρόκειται για ουσιαστικοποιημένη μετοχή του μέσου ενεστώτα του βρίσκω. Τέτοιες μετοχές δεν έχουν μόνον σημασία ενεστώτα, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • δήω — (I) δήω (Α) βρίσκω, συναντώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Συνδέθηκε με αρχ. σλαβ. desiti «βρίσκω», αρχ. ινδ. abhi dāsati «διώκω, επιδιώκω» και αλβ. ndesh «συναντώ»]. (II) δήω (Α) καίω …   Dictionary of Greek

  • ενευκαιρώ — ἐνευκαιρῶ, έω (AM) μσν. βρίσκω ευκαιρία, βρίσκω κατάλληλο, ευνοϊκό καιρό αρχ. μσν. περνώ τον καιρό μου, ασχολούμαι με κάτι («ἐνευκαιρεῑν διαβολαῑς», Φίλ.) …   Dictionary of Greek

  • επιτυχαίνω — και επιτυγχάνω και πιτυχαίνω και πετυχαίνω (AM ἐπιτυγχάνω, Μ και (έ)πιτυχαίνω και πετυχαίνω) 1. βρίσκω τον στόχο, σημαδεύω καλά (α. «ῥᾴδιον μὲν τὸ ἀποτυχεῑν τοῡ σκοποῡ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῑν», Αριστοτ. β. «τόν πυροβόλησε και τόν πέτυχε στην… …   Dictionary of Greek

  • κουρνιάζω — 1. (για όρνιθες και γεν. για πνηνά) κοιμάμαι στην κούρνια, αναπαύομαι κατά τη νύχτα 2. (για ανθρώπους) βρίσκω κατάλυμα, διανυκτερεύω, βρίσκω καταφύγιο 3. κοιμάμαι νωρίς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κούρνια κατά το σχήμα φωλιά: φωλιάζω και κατά το συνώνυμό …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»