-
1 βρίζω
βρίζωto be sleepy: pres subj act 1st sgβρίζωto be sleepy: pres ind act 1st sg -
2 βρίζω
Grammatical information: v.Meaning: `to be sleepy, nod' (Δ 4, 223, A.),Other forms: Aor. ἔβριξα (Od., E. Rh. 826 [lyr.], v. l. ἔβρισα), βρίξαι ὑπνῶσαι, νυστάξαι; βρισθείς ὑπνώσας H.; βριζώ, - οῦς f. = ἐνυπνιόμαντις (Semus 5). - ἄβρικτον.. ἄγρυπνον, ἀβρίξ ἐγρηγόρως H. (cf. ἀπρίξ s.v. ἄπριγδα and Schwyzer 620).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unexplained. Connection with βρί-, βρίθω (Curtius Grundz. 475, cf. somno gravatus) is less probable.Page in Frisk: 1,268Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βρίζω
-
3 βρίζω
-
4 βριζω
1) быть сонным, дремать, спать Aesch.ἄγρυπνον ὄμμ΄ οὐκ ἔβριξα Eur. — я глаз не сомкнул;
βρίζουσα φρήν Aesch. — дремлющее сознание2) быть сонливым, вялым3) исчезать, пропадать(βρίζει αἷμα χερός Aesch.)
-
5 βριζώ
A = ἐνυπνιόμαντις, Semus 5. -
6 βρίζω
A (lyr.):—[voice] Pass., [tense] aor. βρισθείς· ὑπνώσας, Hsch.:—poet. Verb, to be sleepy, nod,οὐκ ἂν βρίζοντα ἴδοις Ἀγαμέμνονα Il.4.223
; slumber, ;δόξαν.. βριζούσης φρενός Id.Ag. 275
: metaph. of guilt,βρίζει γὰρ αἷμα Id.Eu. 280
.II βρίζει· ἐσθίει, πιέζει, κύει, Hsch. -
7 βρίζω
βρίζω: be drowsy, nod; part. fig., ‘napping,’ Il. 4.223†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > βρίζω
-
8 βρίζω
βρίζω, schlafen; katachrestisch, = untätig sein -
9 βρίζω
-
10 βρίζω
[вризо] р. ругать, бранить, оскорблять,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βρίζω
-
11 βρίζω
[вризо] ρ ругать, бранить, оскорблять. -
12 βρίζω
1) abuse2) vituperateΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > βρίζω
-
13 κατα-βρίζω
κατα-βρίζω (s. βρίζω), einschlafen, Hesych.
-
14 ἀπο-βρίζω
-
15 ἐπι-βρίζω
-
16 βρίξαι
βρίζωto be sleepy: aor imperat mid 2nd sgβρίζωto be sleepy: aor inf actβρίξαῑ, βρίζωto be sleepy: aor opt act 3rd sg -
17 βρίζει
βρίζωto be sleepy: pres ind mp 2nd sgβρίζωto be sleepy: pres ind act 3rd sg -
18 βρίζοντα
βρίζωto be sleepy: pres part act neut nom /voc /acc plβρίζωto be sleepy: pres part act masc acc sg -
19 βρίσαν
βρίζωto be sleepy: aor part act neut nom /voc /acc sgβρίζωto be sleepy: aor ind act 3rd pl (homeric ionic) -
20 βριζούσης
βρίζωto be sleepy: pres part act fem gen sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
βρίζω — to be sleepy pres subj act 1st sg βρίζω to be sleepy pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρίζω — βρίζω, έβρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βρίζω — Θαλάσσια θεότητα, που χρησμοδοτούσε με όνειρα και λατρευόταν κυρίως στη Δήλο. Σε αυτήν κατέφευγαν σύζυγοι, μητέρες και αδελφές των ναυτικών, ζητώντας πληροφορίες για τους συγγενείς τους. * * * (I) υβρίζω, λέω λόγια προσβλητικά και άπρεπα. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
βρίζω — έβρισα, βρίστηκα, βρισμένος 1. μιλώ υβριστικά: Έμαθε από μικρός να βρίζει. 2. προσβάλλω κάποιον: Τον χτύπησα γιατί έβρισε χυδαία τη μάνα μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ατσαλίζω — βρίζω … Dictionary of Greek
βρίξαι — βρίζω to be sleepy aor imperat mid 2nd sg βρίζω to be sleepy aor inf act βρίξαῑ , βρίζω to be sleepy aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρίζει — βρίζω to be sleepy pres ind mp 2nd sg βρίζω to be sleepy pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρίζοντα — βρίζω to be sleepy pres part act neut nom/voc/acc pl βρίζω to be sleepy pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρίσαν — βρίζω to be sleepy aor part act neut nom/voc/acc sg βρίζω to be sleepy aor ind act 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Бридза — (Βριζώ) богиня на Делосе, чтимая особенно женщинами, которые приносили ей в небольших челночках съестные припасы для того, чтобы она охраняла мореплавателей. По преданию, она давала также прорицания во сне … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ατιμολογώ — βρίζω, κακολογώ … Dictionary of Greek