-
1 βρεμω
тж. med.1) реветь, шуметь, гудеть, бушевать(κῦμα θαλάσσης βρέμει и βρέμεται Hom.; στόνῳ βρέμουσι ἀκταί Soph.; νάπαι βρέμονται Arph.)
2) бряцать, лязгать(στρατὸν βρέμων ἐν αἰχμαῖς Aesch.; μυρίοις ὅπλοις Eur.)
3) звенеть, звучать(λύρα βρέμεται Pind.)
4) кричать, визжать -
2 βρωμαομαι
I[βρέμω] кричать, реветь Arph.II[βρῶμος] дурно пахнуть(βρωμᾶται ὅ ἐλέφας ὥσπερ οἱ τράγοι Arst.)
-
3 επιβρεμω
1) заставлять гудеть(τὸ πῦρ - acc. - ἐπιβρέμει ἲς ἀνέμοιο Hom.)
2) med. стрекотать, щебетать3) восклицать(ἐπ΄ εὐάσμασί τι Eur.)
-
4 υποβρεμω
См. также в других словарях:
βρέμω — (Α) Ι. 1. (για τη θάλασσα ή τον άνεμο) ηχώ με πάταγο, βουίζω 2. αντηχώ 3. (για τα όπλα) παράγω κρότο 4. (για ανθρώπους) βρίσκομαι σε έξαψη, μανιάζω II. ( ομαι) 1. κλαίω, θρηνώ 2. (για μουσικό όργανο) αναδίδω ισχυρό ήχο 3. (για ζώα) βρυχιέμαι.… … Dictionary of Greek
βρέμω — roar pres subj act 1st sg βρέμω roar pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρέμον — βρέμω roar pres part act masc voc sg βρέμω roar pres part act neut nom/voc/acc sg βρέμω roar imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) βρέμω roar imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρέμει — βρέμω roar pres ind mp 2nd sg βρέμω roar pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρέμοντα — βρέμω roar pres part act neut nom/voc/acc pl βρέμω roar pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρέμοντι — βρέμω roar pres part act masc/neut dat sg βρέμω roar pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρέμουσι — βρέμω roar pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) βρέμω roar pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρέμουσιν — βρέμω roar pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) βρέμω roar pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔβρεμον — βρέμω roar imperf ind act 3rd pl βρέμω roar imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρεμούσῃ — βρέμω roar pres part act fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρέμειν — βρέμω roar pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)