-
1 βράχος
[врахос] ουσ. а. скала, утес.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βράχος
-
2 скала
-
3 скала
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > скала
-
4 утёс
ο απότομος βράχος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > утёс
-
5 висеть
вис||етьнесов1. κρέμομαι, κρεμιέμαι, ἀναρτιέμαι/ εἶμαι ἀνηρτημένος (быть подвешенным) / εἶμαι τοιχοκολλημένος (быть вывешенным \висеть об афише и т. п.):волосы \висетьят τά μαλλιά κρέμονται·2. (нависать) ὑψώνομαι, ἐπικρέμομαι:скала \висетьит иад морем ὁ βράχος ὑψώνεται πάνω ἀπ' τή θάλασσα· ◊ \висеть на волоске κρέμομαι ἀπό μιά τρίχα· \висеть в воздухе εἶναι ἀβέβαιο (или ἀόριστο)· одежда \висетьи́т на нем τά ροῦχα πλέουν ἀπάνω του· \висеть на телефоне разг δέν ξεκολλάει ἀπό τό τηλέφωνο. -
6 нависший
нави́сш||ий1. прич. от нависать·2. прил πού ἐπικρέμεται, πού ὑψώνεται, προεξέχων:\нависшийая скала βράχος πού ὑψώνεται· \нависшийие брови τά προεξέχοντα φρύδια· \нависшийая опасность ὁ ἐπαπειλούμενος κίνδυνος. -
7 отвесный
отвесн||ыйприл κάθετος, ἀπότομος / κατακόρυφος (вертикальный):\отвесныйая скала ὁ ἀπότομος (или ὁ κρημνώδης) βράχος. -
8 скали
скал||йж ὁ βράχος. -
9 утес
утесм ὁ βράχος. -
10 аркан
[αρκάν] ουσ. α λάσο, βράχος -
11 скала
[σκάλά] ουσ. θ. βράχος -
12 утёс
[ουτιός] ουσ. α. βράχος -
13 аркан
[αρκάν] ουσ α λάσο, βράχος -
14 скала
[σκάλά] ουσ θ βράχος -
15 утёс
[ουτιός] ουσ α βράχος -
16 нависший
επ. από μτχ.κρεμαστός, επικρεμάμενος, υψούμενος από πάνω•-ие брови κρεμαστά φρύδια•
-ая скала επικρεμάμενος βράχος•
-
17 нагой
επ., βρ: наг, нага, наго.1. γυμνός•-ое тело γυμνό σώμα•
-ая грудь γυμνόστηθος.
2. μτφ. αβλάστητος, άδεντρος•-йе холмы γυμνοί λόφοι•
-ая скала γυμνός βράχος•
-йе деревья γυμνά δέντρα (χωρίς φύλλα).
3. μτφ. ασυγκάλυπτος, απερίφραστος•-ая истина γυμνή αλήθεια.
-
18 недоступный
επ., βρ: -пен, -пна, -пно.1. (κυρλξ. κ. μτφ.) απρόσιτος απρόσβατος απλησίαστος, απροσέγγιστος δυσπρόσιτος•он -ен αυτός είναι απρόσιτος•
-ая скала απρόσιτος βράχος•
недоступный человек δυσπρόσιτος άνθρωπος•
это для меня -о αυτό για μένα είναι ακατόρθωτο.
|| δυσαπόκτητος, δυσεύρητος•недоступный товар δυσαπόκτητο εμπόρευμα.
2. δυσνόητος, δυ-σκατάληπτος, όύσληπτος•это -о моему пониманию αυτό για μένα είναι ακαταλαβίστικο.
-
19 незыблемый
επ., βρ: -лем, -а, -оακλόνητος, ακούνητος, ασάλευτος, ατράνταχτος•утс ακούνητος βράχος.
|| μτφ. αταλάντευτος, ακράδαντος•-ая вера ακλόνητη πίστη.
-
20 неприступный
επ.απρόσιτος, απλησίαστος, απροσέγγιστος•-ая высота απρόσιτο ύψος•
утс απρόσιτος βράχος (γκρεμός).
|| απόρθητος•-ая крепость απόρθητο φρούριο.
|| μτφ. υπεροπτικός, αλλαζονικός, υπερφίαλος•неприступный вид υπεροπτικό ύφος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βράχος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βράχος — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 9 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καρυστίας του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, στις βόρειες πλαγιές του όρους Όχη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαρμαρίου. Παλαιότερα… … Dictionary of Greek
βράχος — ο πληθ. βράχοι, οι, και βράχια, τα 1. μεγάλη πέτρα, πέτρινος όγκος, λόφος πέτρινος: Η Ακρόπολη είναι χτισμένη σ’ ένα βράχο. 2. μτφ., καθετί το σταθερό και ακλόνητο: Στάθηκε σε όλη της τη ζωή βράχος στην οικογένειά της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βράχος, Μιχάλης — (18ος αι.). Εθνικός αγωνιστής από την Κρήτη. Γεννήθηκε στα Σφακιά και έδρασε ως κλεφτοκαπετάνιος. Συνελήφθη από τους Τούρκους, και βρήκε μαρτυρικό θάνατο … Dictionary of Greek
βράχω — βράχος masc nom/voc/acc dual βράχος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχώνω — [βράχος] 1. (για το έδαφος) γίνομαι τραχύς, σκληραίνω 2. (και βραχώνομαι) (για γίδια συνήθως) ανεβαίνω σε βραχώδη γκρεμό, αποκλείομαι και δεν μπορώ να βγώ … Dictionary of Greek
Ανάκληθρα — Βράχος κοντά στο πρυτανείο των αρχαίων Μεγάρων, όπου πίστευαν πως κάθισε η Δήμητρα και καλούσε την κόρη της που είχε αρπάξει ο Πλούτων. Λεγόταν και Ανακληθρίς Πέτρα … Dictionary of Greek
βράχε — βράχος masc voc sg βραχεῖν rattle aor ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βράχοι — βράχος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βράχους — βράχος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… … Dictionary of Greek