Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

βράχος

См. также в других словарях:

  • βράχος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βράχος — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 9 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καρυστίας του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, στις βόρειες πλαγιές του όρους Όχη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαρμαρίου. Παλαιότερα… …   Dictionary of Greek

  • βράχος — ο πληθ. βράχοι, οι, και βράχια, τα 1. μεγάλη πέτρα, πέτρινος όγκος, λόφος πέτρινος: Η Ακρόπολη είναι χτισμένη σ’ ένα βράχο. 2. μτφ., καθετί το σταθερό και ακλόνητο: Στάθηκε σε όλη της τη ζωή βράχος στην οικογένειά της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βράχος, Μιχάλης — (18ος αι.). Εθνικός αγωνιστής από την Κρήτη. Γεννήθηκε στα Σφακιά και έδρασε ως κλεφτοκαπετάνιος. Συνελήφθη από τους Τούρκους, και βρήκε μαρτυρικό θάνατο …   Dictionary of Greek

  • βράχω — βράχος masc nom/voc/acc dual βράχος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχώνω — [βράχος] 1. (για το έδαφος) γίνομαι τραχύς, σκληραίνω 2. (και βραχώνομαι) (για γίδια συνήθως) ανεβαίνω σε βραχώδη γκρεμό, αποκλείομαι και δεν μπορώ να βγώ …   Dictionary of Greek

  • Ανάκληθρα — Βράχος κοντά στο πρυτανείο των αρχαίων Μεγάρων, όπου πίστευαν πως κάθισε η Δήμητρα και καλούσε την κόρη της που είχε αρπάξει ο Πλούτων. Λεγόταν και Ανακληθρίς Πέτρα …   Dictionary of Greek

  • βράχε — βράχος masc voc sg βραχεῖν rattle aor ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βράχοι — βράχος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βράχους — βράχος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»