-
1 βράχος
ο (πλ. οι βράχοι, τα βράχη и τα βράχια)1) скала, утёс; 2) каменистый холм, каменистая возвышенность; скалистая гора; 3) скалистый берег; 4) подводный камень, подводная скала, риф;τσακίζομαι στα βράχια — разбиться о скалы, потерпеть кораблекрушение;
5) большой камень;§ είμαι βράχος — быть непреклонным, стойким
-
2 βράχος
[врахос] ουσ. а. скала, утес.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βράχος
-
3 βράχος
[врахос] ουσ α скала, утес.
См. также в других словарях:
βράχος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βράχος — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 9 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καρυστίας του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, στις βόρειες πλαγιές του όρους Όχη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαρμαρίου. Παλαιότερα… … Dictionary of Greek
βράχος — ο πληθ. βράχοι, οι, και βράχια, τα 1. μεγάλη πέτρα, πέτρινος όγκος, λόφος πέτρινος: Η Ακρόπολη είναι χτισμένη σ’ ένα βράχο. 2. μτφ., καθετί το σταθερό και ακλόνητο: Στάθηκε σε όλη της τη ζωή βράχος στην οικογένειά της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βράχος, Μιχάλης — (18ος αι.). Εθνικός αγωνιστής από την Κρήτη. Γεννήθηκε στα Σφακιά και έδρασε ως κλεφτοκαπετάνιος. Συνελήφθη από τους Τούρκους, και βρήκε μαρτυρικό θάνατο … Dictionary of Greek
βράχω — βράχος masc nom/voc/acc dual βράχος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχώνω — [βράχος] 1. (για το έδαφος) γίνομαι τραχύς, σκληραίνω 2. (και βραχώνομαι) (για γίδια συνήθως) ανεβαίνω σε βραχώδη γκρεμό, αποκλείομαι και δεν μπορώ να βγώ … Dictionary of Greek
Ανάκληθρα — Βράχος κοντά στο πρυτανείο των αρχαίων Μεγάρων, όπου πίστευαν πως κάθισε η Δήμητρα και καλούσε την κόρη της που είχε αρπάξει ο Πλούτων. Λεγόταν και Ανακληθρίς Πέτρα … Dictionary of Greek
βράχε — βράχος masc voc sg βραχεῖν rattle aor ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βράχοι — βράχος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βράχους — βράχος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… … Dictionary of Greek