-
1 στεγνός
A watertight, waterproof,πῖλος Hdt.4.23
;οἰκήματα σ. πρὸς ὕδωρ καὶ πρὸς χιόνα Hp.
Aër.18, cf. Thphr. CP6.19.3; (iii B.C.);τέγη IG12(7).62.25
(Amorgos, iv B.C.); στέγν' ἔχων σκηνώματα, of a cave, E.Cyc. 324; of a boat, PPetr.3p.136 (iii B.C.); of embankments, PSI5.486.8 (iii B.C.); of cisterns, etc., OGI483.194, al. (Pergam., ii A.D.).2 Subst. στεγνόν, τό, covered dwelling, X.An.7.4.12, D.S.18.25, etc.; ἐν στεγνῷ ποιεῖσθαι τὰς νεοττιάς under cover, Arist.HA 618a35;ἐν τῷ σ. φυλάττειν Id.Mir. 844b13
.III στεγνὰ πτερά wings joined by a membrane, like those of the bat, Nic.Th. 762.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στεγνός
См. также в других словарях:
ιερέας — Στην Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία, ο όρος με τη στενή του σημασία δηλώνει τον κληρικό του δεύτερου ιερατικού βαθμού (πρεσβύτερος). Με ευρύτερη, όμως, έννοια χαρακτηρίζει τους κληρικούς και των τριών βαθμών (διάκονος, πρεσβύτερος, επίσκοπος). Στον… … Dictionary of Greek