-
1 βοᾶτις
-
2 βοᾶτις
См. также в других словарях:
βοάτις — βοᾱτις, η (Α) φρ. «βοᾱτις αὐδά» δυνατή φωνή, κραυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του βοητής < βοώ] … Dictionary of Greek
1 βοᾶτις
2 βοᾶτις
βοάτις — βοᾱτις, η (Α) φρ. «βοᾱτις αὐδά» δυνατή φωνή, κραυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του βοητής < βοώ] … Dictionary of Greek