-
1 βοήθεια
βοήθεια ηпомощь;ΦΡ.βοήθειά μας (σου) — да поможет нам (тебе) Господь – пожелание, которое говорится после церковной службы, в особенности после причастия Святых Христовых Тайн -
2 βοηθεια
ἥ1) тж. pl. помощь, подмога(ὑπέρ τινος Dem.)
νεῶν β. Thuc. — идущий на выручку флот2) защита3) средство, лекарство(πρὸς ὑγίειαν Arst.)
κίνδυνος πάσης ἰσχυρότερος βοηθείας Plut. — опасная болезнь, против которой нет лекарства4) вспомогательные войска Dem.5) выгода, преимущество(τοῦ τόπου καὴ τῶν στενῶν Plut.)
-
3 βοήθεια
η1) помощь, содействие; поддержка; подмога (разг);αμοιβαία βοήθεια — взаимопомощь;
ζητώ ( — или καλώ σε) βοήθ — взывать о помощи;
παρέχω βοήθεια — оказывать помощь, содействие;
δίδω βοήθεια — или τείνω χείρα βοήθείας — подавать руку помощи;
έρχομαι ( — или σπεύδω) σε βοήθεια — прийти на помощь;
με τη βοήθεια — с помощью, при поддержке, при содействии;
2) медицинское обслуживание, медицинская помощь;σταθμός πρώτων βοήθών — пункт первой помощи, скорая помощь;
παροχή πρώτων βοήθών — оказание первой помощи;
3) подаяние, милостыня;§ βοήθ! на помощь!, караул!
-
4 βοήθεια
ἡ βοήθεια помощь -
5 βοήθεια
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βοήθεια
-
6 βοήθεια
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βοήθεια
-
7 βοήθεια
помощь, подмога, пособие, оказание помощи.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > βοήθεια
-
8 βοήθεια
[воитиа] ουσ. Θ. помощь, содействие,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βοήθεια
-
9 βοήθεια
[воитиа] ουσ θ помощь, содействие. -
10 Λέγε πάντα την αλήθεια, να' χεις το Θεό βοήθεια
• Бог тому дает, кто правдой живетИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Λέγε πάντα την αλήθεια, να' χεις το Θεό βοήθεια
-
11 Πρώτη βοήθεια του θεού, δεύτερη του γειτόνου
• В первую очередь помощь Бога, во вторую – соседаИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Πρώτη βοήθεια του θεού, δεύτερη του γειτόνου
-
12 βοη
дор. βοά ἥ1) крик, вопль(β. ὀρώρει Hom.)
2) крик радости, шумное ликованиеλέγειν τινὴ βοάν Arph. — вызывать у кого-л. радостный крик
3) боевой клич(ἄσβεστος β. γένετο Hom.)
4) шум бояβοέν ἀγαθός Hom. — храбрый в бою
5) шум, гул, рев(κλαυθμοναὴ καὴ βοαί Plat.; θηρῶν Eur.)
6) голос, звуки, пение(αὐλῶν Pind.; σάλπιγγος Aesch.; ὄρνις ἀπορροιβδεῖ βοάς Soph.: ὕμνων Arph.)
7) крик о помощи, зов, призыв(βοῆς ἀΐοντες ἐφοίτων Hom.)
8) вещее слово, прорицание(γυνέ ἀείδουσ΄ Ἕλλησι βοάς Eur.)
9) слово, речьὅσον ἀπὸ βοῆς ἕνεκα Thuc. (ἕνεκεν Xen.) — только на словах, т.е. для виду
10) Aesch. = βοήθεια См. βοηθεια -
13 απρακτος
эп.-ион.-дор. ἄπρηκτος 21) бесполезный, бесцельный, напрасный, тщетный(πόλεμος Hom.; βοήθεια Polyb.; μεληδόνες Plut.)
2) ничего не добившийся, не достигший цели(ἀπεχώρησαν ἄπρακτοι Thuc.; ἄπρακτον ἀποπέμπειν τινά Plut.)
3) бесплодный, по др. невозделанный(γῆ Plut.)
4) проводимый в бездействии, нерабочий(ἡμέραι Plut.)
5) неисполненный, несделанный Dem.μη τὰ τῆς πόλεως ἄπρακτα γίγνηται Xen. — чтобы не запустить государственных дел;
οὐκ ἄ. τινι εἶναι Soph. — не иметь покоя от кого-л.6) неутолимый, неисцелимый(ὀδύναι Hom.)
7) неотвратимый, неодолимый, неминуемый(ἀνίη Hom.)
8) бездеятельный, бездействующий(ἄ. καὴ ἀργός Plat.; κηδευτής Arst.)
φόβων ἀπρακτότατος Plut. — не внушающий никакого страха -
14 δυσεργος
21) трудно исполнимый, затруднительный, трудный(εἰσβολή Polyb.; βοήθεια Plut.)
2) с трудом поддающийся обработке(σίδηρος Plut.)
3) с трудом (плохо) работающий, вялый(τὸ σῶμα - acc. Plut.)
-
15 εκβοηθεια
ἥ1) прибытие на выручку, оказание помощи Her.; pl. Arst.2) вылазка (из осажденного города) Thuc. -
16 επιβοηθεια
-
17 ιταμος
-
18 ξυμβοηθεια
-
19 παραβοηθεια
ἥ помощь, поддержка Polyb. -
20 συμβοηθεια
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βοηθεία — βοηθείᾱ , βοήθεια help fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθείᾳ — βοηθείᾱͅ , βοήθεια help fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοήθεια — help fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοήθεια — η (AM βοήθεια) 1. παροχή βοήθειας, συνδρομή, επικουρία 2. επικουρική στρατιωτική δύναμη 3. προστασία, στήριγμα 4. (η κλητ. ως επιφώνημα) βοήθεια τρέξτε να βοηθήσετε νεοελλ. 1. το μέσον της βοήθειας, η βοήθεια σε είδος 2. η βοήθεια σε χρήμα, η… … Dictionary of Greek
βοήθεια — η 1. αρωγή, συνδρομή, ενίσχυση: Στις μέρες μας, η ανθρωπιστική βοήθεια είναι απαραίτητη. 2. η ελεημοσύνη ή η αρωγή σε είδος: Έδωσα μια μικρή βοήθεια στο ζητιάνο έξω από την εκκλησία. 3. ως επιφ.: Βοήθεια! τρέξτε να με σώσετε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βοηθείας — βοηθείᾱς , βοήθεια help fem acc pl βοηθείᾱς , βοήθεια help fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοήθει' — βοήθεια , βοήθεια help fem nom/voc sg βοήθειαι , βοήθεια help fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθείαι — βοηθείᾱͅ , βοήθεια help fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθειῶν — βοήθεια help fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθείαιν — βοήθεια help fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθείαις — βοήθεια help fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)