Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

βούλαρχος

См. также в других словарях:

  • βούλαρχος — president of the senate masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούλαρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ίωνας ζωγράφος (8ος αι. π.Χ.). Ζωγράφισε πίνακα της κατάληψης της Μαγνησίας από τους Κιμμέριους. Ο Πλίνιος γράφει πως ο βασιλιάς της Λυδίας Κανδαύλης τον αντάλλαξε με ίσο βάρος χρυσού, αλλά η πληροφορία είναι… …   Dictionary of Greek

  • βούλαρχον — βούλαρχος president of the senate masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλαρχώ — βουλαρχῶ ( έω) (Α) [βούλαρχος] είμαι βούλαρχος …   Dictionary of Greek

  • Bularchos — (von altgriechisch βούλαρχος boúlarchos; poetisch verwendet mit wörtlicher Bedeutung „Urheber des Rats“[1]) ist ein bei Plinius dem Älteren erwähnter antiker griechischer Maler, der ein Bild Kampf der Magneten gemalt hat, das von dem lydischen… …   Deutsch Wikipedia

  • ACCENSOR — idem cum Delatore. Glosi. Lat. Graec. Accensor, εἰσαγωγἐυς, εἰσηγητὴς, βούλαρχος. In Gloss. vero Graec. Lat. Εἰσκγωγἐυς est Lator, institutor. Ubi Car. du Fresne iudicat legendum Delator: quia apud Hesych. εἰσαγωγἐυς dicitur esse ἀρχὴ Α᾿θην´ῃσι… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βουλή — η (AM βουλή, Α και δωρ. τ. βωλά και αιολ. τ. βόλλα) 1. απόφαση («δίνω, παίρνω, βάνω, βγάζω βουλή», «Διὸς δ΄ ἐτελείετο βουλή» και γινόταν το θέλημα του Δία) 2. γνώμη, συμβουλή («ήδωκε γνωστική βουλή σ εκείνο που κατέχει», «βουλὴν προτιθέναι» το να …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»