-
1 βοϊκός
-
2 βοικος
-
3 βοϊκός
-
4 βοεικός
A = βόειος, of or for oxen, ζεύγη β. wagons drawn by oxen, Th.4.128, X.An.7.5.2, cf. Ar.Fr. 109;κρέας β. Poll.6.55
:—the form [full] βοϊκός, freq. in codd. as in D.H.8.87, is censured by Hdn.Gr.2.416, but cf.ἱερεῖον βοϊκόν Milet.1(7).203a
(i B. C.);θυσία βοϊκή Inscr.Prien. 112.109
(i B. C.); βοϊκά, = oxen, GDI 1158 ([place name] Elis);β. κτήνη BGU1189.12
(i A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοεικός
См. также в других словарях:
βοεικός — και βοϊκός, ή, όν (Α) ο βόειος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βοεικός < βόειος, με επίθημα κ κατά τα επίθετα σε κός (ιππικός), ενω ο μτγν. τ. βοϊκός < βους (βοός)] … Dictionary of Greek