-
1 βουφαγος
-
2 Βουφάγος
Βουφάγοςox-eating: masc nom sg -
3 βουφάγος
βουφάγοςox-eating: masc /fem nom sg -
4 βουφάγος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βουφάγος
-
5 βουφάγος
βου-φάγος, Rinder fressend; Herkules; übh. gefräßig -
6 Βουφάγοις
Βούφαγοςmasc dat plΒουφάγοςox-eating: masc dat pl -
7 Βουφάγου
Βούφαγοςmasc gen sgΒουφάγοςox-eating: masc gen sg -
8 βουφάγον
βουφάγοςox-eating: masc /fem acc sgβουφάγοςox-eating: neut nom /voc /acc sg -
9 Βουφάγε
Βουφάγοςox-eating: masc voc sg -
10 Βουφάγον
Βουφάγοςox-eating: masc acc sg -
11 βουφάγε
βουφάγοςox-eating: masc /fem voc sg -
12 βουφάγοις
βουφάγοςox-eating: masc /fem /neut dat pl -
13 βουφάγου
βουφάγοςox-eating: masc /fem /neut gen sg -
14 βιο-φάγος
См. также в других словарях:
Βουφάγος — ox eating masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουφάγος — ox eating masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουφάγος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας των Αρκάδων του οποίου το όνομα πήρε ο παραπόταμος του Αλφειού. Ο μύθος αναφέρει ότι ήταν γιος του Ιαπετού και της Θόρνακας και ότι δολοφονήθηκε από την Άρτεμη γιατί φανέρωσε τον ερωτικό του πόθο γι’ αυτήν. Κατά την… … Dictionary of Greek
Βουφάγοις — Βούφαγος masc dat pl Βουφάγος ox eating masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουφάγον — βουφάγος ox eating masc/fem acc sg βουφάγος ox eating neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βουφάγου — Βούφαγος masc gen sg Βουφάγος ox eating masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βουφάγε — Βουφάγος ox eating masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουφάγε — βουφάγος ox eating masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουφάγοις — βουφάγος ox eating masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βουφάγον — Βουφάγος ox eating masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουφάγου — βουφάγος ox eating masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)