-
1 βουλ'
βουλά̱, βουλήwill: fem nom /voc /acc dualβουλά̱, βουλήwill: fem nom /voc sg (doric aeolic)βουλαί, βουλήwill: fem nom /voc pl -
2 βουλ-απτε-ροῦν
βουλ-απτε-ροῦν, von Plat. Crat. 417 zur Etymol. von βλαβερός gebildetes Wort.
-
3 βουλ-αρχέω
βουλ-αρχέω, der Erste im Rathe sein, Arist. Polit. 4, 11.
-
4 βουλ-ηγόρος
βουλ-ηγόρος, im Senate sprechend, Poll. 4, 25.
-
5 βουλ-ηγορέω
βουλ-ηγορέω, im Senate reden, App. B. C. 3, 51.
-
6 βουλ-ηγορία
βουλ-ηγορία, ἡ, Rede im Senate, Poll. 4, 26.
-
7 βούλ-αρχος
βούλ-αρχος, ὁ, der Erste im Rathe, Inscr. – Urheber des Rathes, Aesch. Suppl. 11. 948.
-
8 βουλ(λ)ώνω
1. μετ.1) ставить, прилагать печать; ставить штемпель, штемпелевать; запечатывать; 2) ставить клеймо, клеймить (скот, товары и т. п.); 3) закупоривать, затыкать (бочку, бутылку); заделывать (дыру); 4) пломбировать (зубы); 5) вырезать (арбуз, дыню);§ έχω να βουλ(λ)ώσω
πολλές τρύπες мне надо заткнуть много дыр;του βούλ(λ)ωσα το στόμα я ему заткнул рот; βυύλ(λ)ωσε το στόμα σου! заткни глотку! (прост.), заткнись! (груб.); 2. αμετ. засоряться -
9 βουλ(λ)ώνω
1. μετ.1) ставить, прилагать печать; ставить штемпель, штемпелевать; запечатывать; 2) ставить клеймо, клеймить (скот, товары и т. п.); 3) закупоривать, затыкать (бочку, бутылку); заделывать (дыру); 4) пломбировать (зубы); 5) вырезать (арбуз, дыню);§ έχω να βουλ(λ)ώσω
πολλές τρύπες мне надо заткнуть много дыр;του βούλ(λ)ωσα το στόμα я ему заткнул рот; βυύλ(λ)ωσε το στόμα σου! заткни глотку! (прост.), заткнись! (груб.); 2. αμετ. засоряться -
10 βουλ(λ)αηήρι(ον)
τό1) печать; перстень с печатью; 2) пробка, затычка -
11 βουλ(λ)αηήρι(ον)
τό1) печать; перстень с печатью; 2) пробка, затычка -
12 βουλ(λ)αηήρι(ον)
τό1) печать; перстень с печатью; 2) пробка, затычка -
13 βουλ(λ)αηήρι(ον)
τό1) печать; перстень с печатью; 2) пробка, затычка -
14 βουλ(λ)οκέρι
το сургуч -
15 βούλ(λ)ωμα
τό1) прикладывание печати, штемпеля; штемпелевание; запечатывание; 2) клеймение (скота, товара и т. п.); 3) закупорка, затыкание (бочки, бутылки); заделывание (дыры); 4) пломбирование (зуба); 5) пробка, затычка; б) пломба (зубная) -
16 βουλ(λ)ωτής
ο тот, кто ставит печать, штемпель, клеймо (тж. о служащем почты) -
17 βουλ(λ)οκέρι
το сургуч -
18 βούλ(λ)ωμα
τό1) прикладывание печати, штемпеля; штемпелевание; запечатывание; 2) клеймение (скота, товара и т. п.); 3) закупорка, затыкание (бочки, бутылки); заделывание (дыры); 4) пломбирование (зуба); 5) пробка, затычка; б) пломба (зубная) -
19 βουλ(λ)ωτής
ο тот, кто ставит печать, штемпель, клеймо (тж. о служащем почты) -
20 βουλεύω
Aἐβούλευσα Od.5.23
, etc., [dialect] Ep.βούλ- Il.14.464
: [tense] pf.βεβούλευκα S.OT 701
:—[voice] Med. and [voice] Pass., v. infr.: ([etym.] βουλή):—take counsel, deliberate, in past tenses, determine or resolve after deliberation:1 abs.,ὣς βουλεύσαντε Il. 1.531
; βουλευέμεν ἠδὲ μάχεσθαι in council or in battle, Od.14.491;β. ὅπως ὄχ' ἄριστα γένοιτο 9.420
, cf. 11.229;δυσμενέεσσι φόνου πέρι β. 16.234
; ἔς γε μίαν βουλεύσομεν (sc. βουλήν ) we shall agree to one plan, Il.2.379;θυμῷ β. Od.12.58
;β. περί τινος Hdt.1.120
, Th.3.28, 5.116: in Prose, chiefly [voice] Med. in this sense, v. infr. B.2 c. acc. rei, deliberate on, plan, devise,β. βουλάς Il.24.652
, al.; οὐ.. τοῦτον μὲν ἐβούλευσας νόον αὐτή; Od.5.23;ὁδόν 1.444
;φύξιν Il.10.311
, 398;κέρδεα Od.23.217
;ψεύδεα 14.296
: c. dat. pers.,τῷ γάρ ῥα θεοὶ βούλευσαν ὄλεθρον Il. 14.464
, cf. Hdt.9.110;θάνατόν τινι Pl.Lg. 872a
;β. πῆμά τινι Od.5.179
, etc.; ; ;νεώτερα β. περί τινος Hdt.1.210
:—[voice] Pass. (with [tense] fut. [voice] Med., A.Th. 198), [tense] aor.ἐβουλεύθην Hdt. 7.157
, Th.1.120, Pl.R. 442b: [tense] pf. βεβούλευμαι (usu. in med. sense, v. infr. B):— to be determined or planned, l.c.;βεβούλευται τάδε Id.Pr. 998
, cf. Hdt.7.10.δ; τὰ βεβουλευμένα, = βουλεύματα, Id.4.128;τὰ βουλευόμενα X.Cyr.6.2.2
;πῶς σφῷν βεβούλευται Pl.Euthd. 274a
.3 c. inf., take counsel, resolve to do,τὸν μὲν ἐγὼ βούλευσα.. οὐτάμεναι Od.9.299
, cf. Hdt.1.73, 6.52,61, etc.:— [voice] Pass., .γ.II give counsel,τὰ λῷστα β. A.Pr. 206
;β. δυνατός Pl.Lg. 694b
: c. dat. pers., advise,ἵνα σφίσι βουλεύησθα Il.9.99
, cf. A.Eu. 697.III sit in council, of the Spartan γέροντες, Hdt.6.57; to be a member of a βουλή, Arist.Pol. 1282a30; esp. of the Council of 500 at Athens, Antipho 6.45, And.1.75, X.Mem.1.1.18, Arist.Ath.62.3;ἡ βουλὴ ἡ βουλεύουσα Lys.13.19
; βουλὴν β. to be a member of the β., ib.20;βουλεύειν λαχών Pl.Grg. 473e
.B [voice] Med., [tense] fut. , Ch. 718, Th.1.43, Pl.Smp. 174d: [tense] aor.ἐβουλευσάμην S.OT 537
, etc.; [dialect] Ep.βουλ- Il.2.114
;ἐβουλεύθην D.H.15.7
: [tense] pf.βεβούλευμαι Hdt.3.134
, S.El. 385, Th.1.69, E.Supp. 248, Pl.Chrm. 176c (also in pass. sense, v. supr.):—more freq. in [dialect] Att. Prose than [voice] Act.,1 abs., take counsel with oneself, deliberate, Hdt.7.10.δ, Arist.EN 1112b11,20;παραχρῆμα οὐδὲ -σάμενος D.37.13
;ἅμα τινί Hdt.8.101
;περὶ τοῦ μέλλοντος τῶν οἰκείων Th.3.44
, cf. Pl.Phdr. 231a; ; ὑπέρ τινος ib. 428d;πρὸς τὴν γεγενημένην ξυμφοράν Th.7.47
: c. acc. cogn.,β. βούλευμα And.3.29
; , etc.;ἴσον τι ἢ δίκαιον Th.2.44
:—also like [voice] Act., take counsel,πρός τινας LXX 4 Ki.6.8
.2 act as member of council, and so originate measures,β. καὶ κρίνειν Arist.Pol. 1281b31
; τὸ βουλευόμενον ib. 1291a28.3 c. acc. rei, determine with oneself, resolve on,κακὴν ἀπάτην βουλεύσατο Il.2.114
([voice] Med. here only in Hom.);ἀλλοῖόν τι περί τινος Hdt.5.40
, cf. Pl.Ap. 32c.5 rarely folld. by Relat., β. ὅ τι ποιήσεις ibid.; β. ὅπως .. with subj., X.Cyr.1.4.13; β. πῶς τις, c. [tense] fut., Id.An.3.4.40;πῶς καὶ τί πρακτέον εἴη Plb.1.33.3
;ἵνα Ev.Jo.12.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βουλεύω
См. также в других словарях:
βουλ' — βουλά̱ , βουλή will fem nom/voc/acc dual βουλά̱ , βουλή will fem nom/voc sg (doric aeolic) βουλαί , βουλή will fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Uncial 0171 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 0171 Text … Wikipedia
Aegypius (mythology) — In Greek mythology, Aegypius (Αἰγυπιός), son of Antheus, son of Nomion, a Thessalian, was the lover of Timandre, a widow. Her son, Neophron, resented this relationship, and plotted against it by seducing Bulis (Βοῦλ ις, ιδος), Aegypius mother.… … Wikipedia
-ιάζω — κατάληξη ρημάτων τής Νέας Ελληνικής, η οποία εμφανίζεται: α) σε ρήματα που έχουν σχηματιστεί με την αρχ. κατάλ. άζω και προέρχονται από ουσ. ή επίθ. με θεματικό φωνήεν ι [πρβλ. αγιάζω (< άγιος), αιφνιδιάζω (< αιφνίδιος), εφοδιάζω (<… … Dictionary of Greek
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
πυλαγόρας — και πυλαγόρος και πυλάγορος και πυληγόρος, ὁ, Α 1. συν. στον πληθ. οἱ πυλαγόραι οι τρεις αντιπρόσωποι κάθε πόλης στο αμφικτιονικό συνέδριο οι οποίοι υπεράσπιζαν τα συμφέροντα τής πόλης από την οποία εξελέγησαν 2. (κατά τον Ησύχ.) «πυληγόροι… … Dictionary of Greek
πυματηγόρος — ον, Α αυτός που μιλά τελευταίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύματος «έσχατος, τελευταίος» + ηγορος (< ἀγορά / ἄγορος), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. βουλ ηγόρος)] … Dictionary of Greek
Χατζιδάκις, Γεώργιος — (Μύρθιο, Κρήτη 1848 – Αθήνα 1941). Έλληνας γλωσσολόγος. Αδελφός του Ιωάννη X., ενώ τελείωσε την εγκύκλια μόρφωση του στα 25 του χρόνια (1873), οι λαμπρές πανεπιστημιακές σπουδές του (1873 77) στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας και… … Dictionary of Greek