-
21 βουλή
{сущ., 12}1. воля, намерение, желание;2. совет, постановление, решение, предприятие.Ссылки: Лк. 7:30; 23:51; Деян. 2:23; 4:28; 5:38; 13:36; 20:27; 27:12, 42; 1Кор. 4:5; Еф. 1:11; Евр. 6:17. LXX: 6098 (הָצעֵ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βουλή
-
22 βουλή
-ῆς + ἡ N 1 3-24-49-56-45=177 Gn 49,6; Nm 16,2; Dt 32,28; Jgs 19,30; 20,7counsel, advice Dt 32,28; council Nm 16,2εἰς βουλὴν μὴ ἔλθοι ἡ ψυχή μου let my soul not come into the counsel Gn 49,6; θέσθε βουλήν take counsel JgsA 19,30; δότε βουλήν give counsel Jgs 20,7; φέρετε βουλήν deliberate 2 Sm 16,20*Is 41,21 αἱ βουλαὶ ὑμῶν your counsels-עצותיכם for MT עצומותכם your strong points, your proofs; *Prv 2,17 κακὴ βουλή evil counsel-זרה עצה? for MT זרה השׁאי strange, evil woman; *Prv 25,28 οὐ μετὰ βουλῆς without counsel-מעצה אין for MT מעצר אין without limitCf. COOK 1991, 344-345; WALTERS 1973, 242-243; ZIEGLER 1934, 148; →TWNT -
23 βουλή
1. воля, намерение, желание; 2. совет, постановление, решение, предприятие; LXX: (עצָה).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > βουλή
-
24 βουλῇ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > βουλῇ
-
25 βουλή
-
26 βουλή
[вули] ουσ. Θ. палата депутатов, парламент,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βουλή
-
27 βουλή
[вули] ουσ θ палата депутатов, парламент. -
28 Βουλή
Cambra de Diputats -
29 Βουλή
cобраниеcобраниетоГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > Βουλή
-
30 βουλή
1) assemblée2) parlement -
31 βουλή
parlament (m) rzecz. -
32 βουλή
1) parlament2) sněm3) sněmovna -
33 βουλή
parliamentΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > βουλή
-
34 βουλη-φόρος
βουλη-φόρος, Rath bringend, gebend, bei Hom. Beiw. der Fürsten u. Ersten im Volke, z. B. ἀνήρ Il. 2, 24; ἐσϑλὸς Μυρμιδόνων βουληφόρος ἠδ' ἀγορητής 7, 126; Ἕκτωρ μὲν μετὰ τοῖσιν, ὅσοι βουληφόροι εἰσίν, βουλὰς βουλεύει 10, 414; Φαιήκων βουληφόροι Odyss. 13, 12. Vom Markt, der Volksversammlung, Odyss. 9, 112 τοῖσιν δ' οὔτ' ἀγοραὶ βουληφόροι οὔτε ϑέμιστες, vgl. Pind. Ol. 12, 5 λαιψηροὶ πὀλεμοι κἀγοραὶ βουλαφόροι. – Adv., βουληφόρως προκατέλαβες ὅρασιν Men. bei Fulgent. Myth. 3, 1 p. 199.
-
35 προ-επι-βουλή
προ-επι-βουλή, ἡ, zuvorkommende od. vorläufige Nachstellung, D. Cass.
-
36 προ-βουλή
προ-βουλή, ἡ, Vorberathung, Ueberlegung; ἐκ προβουλῆς, Antiph. 1, 3; D. Cass. 47, 4.
-
37 συμ-βουλή
συμ-βουλή, ἡ, = συμβουλία, Rath, Berathung, ἔγνωσαν συμβουλῆς πέρι ἐς ϑεὸν ἀνῷσαι, Her. 1, 157; ὅταν στρατηγῶν αἱρέσεως πέρι συμβουλὴ ᾖ, Plat. Gorg. 455 c; εἰς συμβουλὴν τοὺς φίλους παρακαλεῖν, Prot. 313 a; συμβουλὰς συμβουλεύειν, Gorg. 520 d; ἱερὰ συμβουλὴ λεγομένη, Ep. V, 321 c, wie Xen. An. 5, 6, 4, vgl. Luc. rhet. praec. 1; Hesych. sagt ἐπὶ τοῠ ὅτι δεῖ καϑαρῶς συμβουλεύειν.
-
38 ἐπι-βουλή
ἐπι-βουλή, ἡ, Vorhaben, Anschlag gegen Einen, Nachstellung, Thuc. 4, 76; ἐπ ιβουλὴν ἀρτύειν Her. 1, 12; ἐπιβουλεύειν Lys. 13, 18; ἐξ ἐπιβουλῆς, hinterlistiger Weise, Thuc. 8, 92; Xen. An. 6, 4, 7; aber auch allgemeiner: mit Vorsatz, Antiph. 1, 3; Plat. Rep. I, 341 a; auch μετ' ἐπιβουλῆς, Legg. IX, 867 a; τῇ ἐπιβουλῇ, im Ggstz von ἀπροβουλίᾳ, ibd.; φϑόνοι καὶ ἐπιβουλαί vrbdn Prot. 316 d.
-
39 Χωρίς του Θεού βουλή ούτε στο βρόχι το πουλί
• Без воли Божьей и волос с головы не упадетИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Χωρίς του Θεού βουλή ούτε στο βρόχι το πουλί
-
40 parlement
βουλή
См. также в других словарях:
βουλή — will fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλή — η (AM βουλή, Α και δωρ. τ. βωλά και αιολ. τ. βόλλα) 1. απόφαση («δίνω, παίρνω, βάνω, βγάζω βουλή», «Διὸς δ΄ ἐτελείετο βουλή» και γινόταν το θέλημα του Δία) 2. γνώμη, συμβουλή («ήδωκε γνωστική βουλή σ εκείνο που κατέχει», «βουλὴν προτιθέναι» το να … Dictionary of Greek
βουλή — η 1. θέληση, πρόθεση: Δεν μπορεί κανείς να γνωρίζει τις πραγματικές βουλές του άλλου. 2. το σώμα των αιρετών αντιπροσώπων του λαού, το κοινοβούλιο: Η βουλή ψηφίζει τους νόμους του κράτους. 3. το κτίριο, όπου συνεδριάζουν οι βουλευτές, το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βουλῇ — βουλῆι , βουλεύς masc dat sg (epic ionic) βουλή will fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βουλῆ — Βουλεύς masc nom/voc/acc dual Βουλεύς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλῆ — βουλεύς masc nom/voc/acc dual βουλεύς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βουλῇ — Βουλῆι , Βουλεύς masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βούλῃ — Βούληι , Βούλις fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βούλῃ — βούλομαι will pres subj mp 2nd sg βούλομαι will pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡ δὲ κακὴ βουλὴ τῷ βουλεύσαντι κακίστη. — ἡ δὲ κακὴ βουλὴ τῷ βουλεύσαντι κακίστη. См. Не рой другому ямы, сам попадешь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἐν νυκτὶ βουλὴ. — ἐν νυκτὶ βουλὴ. См. Утро вечера мудренее … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)