-
1 βουκολίς
βουκολίςcattle-pasture: fem nom sg -
2 βουκολίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βουκολίς
-
3 βουκολίδα
βουκολίςcattle-pasture: fem acc sg -
4 βουκόλος
Grammatical information: m.Meaning: `cowherd', also adj. (Il.).Derivatives: βουκολίαι `herds of cattle' (h. Merc.), βουκόλια (- ιον) `id.' (Hdt.); βουκολεῖον `office of the ἄρχων βασιλεύς' (Arist. Ath. 3, 5; cf. πρυτανεῖον); βουκολίς f. subst. und adj. `pasture' (D. H.); βουκολίσκος kind of bandage (Gal.; cf. βουβωνίσκος s. βουβών); βουκολίνη κίγκλος τὸ ὄρνεον H.; see Thompson Birds s. v.; βουκολικός `regarding the shepherd', "bucolic" (Theoc.). - Denomin. βουκολέω (Il.), βουκολιάζομαι, - ιάζω `sing shepherd songs' (Theoc.). - From βουκόλος as short name, Βοῦκος (Theoc.).Etymology: Old compound of βοῦς and πέλομαι. Celtic parallel but i-stem): MIr. búachaill, Welsh bugail `shepherd'. Cf. αἰπόλος and ἀμφίπολος (s. vv.).Page in Frisk: 1,257-258Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βουκόλος
См. также в других словарях:
βουκολίς — βουκολίς, η (AM) [βουκόλος] κατάλληλη για να τρέφονται βόδια («βουκολὶς γῆ», «βουκολὶς πόα») … Dictionary of Greek
βουκολίς — cattle pasture fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουκολίδα — βουκολίς cattle pasture fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουκόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ηρακλή από τη Μάρνη, κόρη του Θεσπία. 2. Γιος του Κολωνού και αδελφός του Όχεμου, του Λέοντα και της Όχνης. 3. Γιος του Ιπποκόοντα, που σκοτώθηκε με τον πατέρα του και τον αδελφό του στη Λακεδαίμονα από τον … Dictionary of Greek