-
1 βουκολικος
дор. v. l. βωκολικός 3пастушеский, буколический, пасторальный(ἀοιδή Theocr.; μέτρον Plut.; ποίημα Diod.; Μοῖσαι Anth.)
-
2 βουκολικός
η, ό[ν]1) пастушеский, пастуший; 2) пасторальный, буколический -
3 βουκολικός
[вуколикос] επ пасторальный, буколический.
См. также в других словарях:
βουκολικός — rustic masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουκολικός — ή, ό (AM βουκολικός, ή, όν) [βουκόλος] 1. αγροτικός, ποιμενικός 2. είδος της λυρικής ποίησης με κυριότερο εκπρόσωπο τον Θεόκριτο («βουκολικὴ ποίηση», «βουκολικὴ ἀοιδά», «βουκολικὰ ἔπη») 3. Βουκολικά, τα συλλογή δέκα ποιημάτων του Βεργιλίου 4. φρ … Dictionary of Greek
βουκολικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε βουκόλους, σε ποιμένες, ο ποιμενικός: Γραφικό βουκολικό τοπίο. 2. φρ., «βουκολική ποίηση», ποίηση που αντλεί τα θέματα της από τη ζωή των βοσκών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βουκολικά — βουκολικός rustic neut nom/voc/acc pl βουκολικά̱ , βουκολικός rustic fem nom/voc/acc dual βουκολικά̱ , βουκολικός rustic fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουκολικῶν — βουκολικός rustic fem gen pl βουκολικός rustic masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουκολικόν — βουκολικός rustic masc acc sg βουκολικός rustic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουκολικαί — βουκολικός rustic fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουκολικοῖς — βουκολικός rustic masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουκολικοῦ — βουκολικός rustic masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουκολικούς — βουκολικός rustic masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουκολικᾶς — βουκολικός rustic fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)