Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

βουβώνιον

См. также в других словарях:

  • βουβώνιον — βουβώνιον, το (Α) [βουβών] ονομασία φυτού που το χρησιμοποιούσαν για τη θεραπεία βουβωνικού οιδήματος …   Dictionary of Greek

  • βουβώνιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουβωνίου — βουβώνιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουβωνίῳ — βουβώνιον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»