-
1 βοτρυίτις
-
2 βοτρυῖτις
-
3 βοτρυϊτις
-
4 βοτρυίτιν
-
5 βοτρυῖτιν
-
6 βοτρυίτιδος
βοτρυί̱τιδος, βοτρυῖτιςcalamine: fem gen sg
См. также в других словарях:
βοτρυῖτις — calamine fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτρυῖτιν — βοτρυῖτις calamine fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτρυίτιδος — βοτρυί̱τιδος , βοτρυῖτις calamine fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)