-
1 βοτρυίτιν
-
2 βοτρυῖτιν
См. также в других словарях:
βοτρυῖτιν — βοτρυῖτις calamine fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 βοτρυίτιν
2 βοτρυῖτιν
βοτρυῖτιν — βοτρυῖτις calamine fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)