Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βοτοῦ

См. также в других словарях:

  • βοτοῦ — βοτέω pres imperat mp 2nd sg (attic) βοτέω imperf ind mp 2nd sg (attic) βοτόν beast neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βότου — βότης goat pasture masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • APOLLO — I. APOLLO Monachus in Thebaide, qui annis 40. moracus est in solitudine, parvulam in monte vicina speluncam habens, sed pro miraculorum multitudine brevieffectus insignis, plurimorum Praeses exstitir monachorum. Sozom. l. 8. c. 1. II. APOLLO pro… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λάχνη — η (Α λάχνη) το πρώτο λεπτό τρίχωμα νέου άνδρα, το χνούδι («ὅτε λάχναι νιν μέλαν γένειον ἔρεφον», Πίνδ.) νεοελλ. στον πληθ. οι λάχνες ανατ. μικρές λεπτές αγγειοφόρες προεξοχές που αυξάνουν το εμβαδόν τής επιφάνειας ενός υμένα, όπως είναι το χόριο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»