-
1 βοτηρικός
-
2 βοτηρικός
См. также в других словарях:
βοτηρικός — βοτηρικός, ή, όν (Α) [βοτήρ] ο ποιμενικός … Dictionary of Greek
βοτηρικά — βοτηρικός of neut nom/voc/acc pl βοτηρικά̱ , βοτηρικός of fem nom/voc/acc dual βοτηρικά̱ , βοτηρικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτηρικαί — βοτηρικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτηρική — βοτηρικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτήρ — βοτήρ, ο (AM) (Μ θηλ. βότειρα, η) ο βοσκός αρχ. φρ. 1. «οἰωνῶν βοτήρ» οιωνοσκόπος 2. «κύων βοτήρ» ποιμενικός σκύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βο , βόσκω. Το θηλ. βότειρα μαρτυρείται στον Ευστ. ως προσωνυμία της Δήμητρας, ενώ το βότειρα εμφανίζεται σε… … Dictionary of Greek