-
21 пастбищеоборот
η περιτροφική βόσκη-ση/θέρισμα των λιβαδιών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пастбищеоборот
-
22 тебенёвка
с.-х. η βοσκή (σε χιονισμένο βοσκότοπο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тебенёвка
-
23 выгон
выгонм (пастбище) ἡ βοσκή, τό βοσκοτόπι. -
24 корм
кормм ἡ ζωοτροφή, ἡ φορβή, ἡ νομή:подножный \корм ἡ βοσκή, ἡ νομή· задавать \корм скоту́ ταίζω τά ζῶα, δίνω νομή στά ζωα. -
25 ночное
ночн||оес ἡ νυκτερινή βοσκή, τό πα-ραβόσκι. -
26 пастбище
пастбищес ἡ βοσκή, б βοσκότοπος. -
27 подножный
подножныйприл:\подножный корм ἡ νομή, ἡ βοσκή. -
28 βοσκαρέα
η см. βοσκή 2 -
29 βοσκαριά
η см. βοσκή 2 -
30 νυχτερινός
η, ό ночной; вечерний;νυχτερινά μαθήματα — вечерние занятия;
νυχτερινή συνεδρίαση — вечернее заседание;
νυχτερινό κέντρο — ночное заведение (о ночном клубе, ресторане и т. п.);
νυχτερινή πτήση — ночной полёт;
νυχτερινή υπηρεσία — ночное дежурство;
νυχτερινή εργασία — ночная работа;
νυχτερινό ταξίδι — ночное путешествие;
νυχτερινή βοσκή — ночное
-
31 βοσκής
-
32 βοσκῆς
-
33 βοσκών
-
34 βοσκῶν
-
35 βοσκάν
βοσκά̱ν, βοσκήfodder: fem acc sg (doric aeolic) -
36 βοσκάς
βοσκάςfeeding: fem nom sgβοσκά̱ς, βοσκήfodder: fem acc pl -
37 выгон
[βύγκον] ονσ α. βοσκή -
38 выгон
[βύγκον] ονσ α βοσκή -
39 выгнать
-гоню, -гонишь, ρ.σ.μ.1. διώχνω, εκδιώκω, βγάζω έξω, ξεκουμπίζω, απολύω, διώχνω από τη δουλειά. || αποβάλλω•выгнать из школы αποβάλλω από το σχολείο.
|| σκαρίζω, βγάζω στη βοσκή.2. βγάζω πρώιμα (για γεωργικά προϊόντα).3. (απλ.) κερδίζω, προσπορίζομαι, βγάζω χρήματα•ты сколько -ал? πόσα έβγαλες;
4. αποστάζω, βγάζω με απόσταξη•выгнать спирт из винограда βγάζω οινόπνευμα από σταφύλια ή βγάζω τσίπουρο σταφυλίσιο.
-
40 выгон
-а α.1. το βγάλσιμο στη βοσκή• σκάρισμα, σκάρος.2. βοσκότοπος, -όπι, λειβάδι.
См. также в других словарях:
βοσκή — fodder fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσκή — η 1. χόρτο κατάλληλο για βόσκηση ζώων, νομή: Δεν υπάρχει αποθηκευμένη βοσκή για τα ζώα το χειμώνα. 2. βοσκότοπος, λιβάδι: Τα ζώα σ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας βρίσκονται στη βοσκή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βοσκή — η (AM βοσκή) [βόσκω] 1. χορτάρι, νομή 2. βοσκότοπος, λιβάδι μσν. νεοελλ. 1. κοπάδι 2. βόσκηση … Dictionary of Greek
βοσκῇ — βόσκω feed fut ind mid 2nd sg (doric) βοσκή fodder fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόσκῃ — βόσκω feed fut ind mid 2nd sg (doric) βόσκω feed pres subj mp 2nd sg βόσκω feed pres ind mp 2nd sg βόσκω feed pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσκαί — βοσκή fodder fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσκῆς — βοσκή fodder fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσκέων — βοσκή fodder fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσκήν — βοσκή fodder fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσκῶν — βοσκή fodder fem gen pl βοσκός herdsman masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσκερός — ή, ό [βοσκή] 1. (για τόπο) κατάλληλος για βοσκή 2. ελεύθερος για βοσκή … Dictionary of Greek