-
1 βομβύκια
βομβύκια, ων, τά, summende Insecten, Arist. H. A. 5, 24; vgl. Schol. Ar. Nub. 159.
-
2 βομβύκια
-
3 βομβύκια
βομβύκιονmason-bee: neut nom /voc /acc pl -
4 βομβυκο-ειδῆ
βομβυκο-ειδῆ, v. l. für βομβύκια.
-
5 αναλυω
эп. ἀλλύω1) распускать(ἱστόν Hom., Plut.; med. χαίτην Anth.)
2) раскручивать, разматывать(τὰ βομβύκια Arst.)
3) воен. развертывать(τέν παράταξιν Plut.)
4) развязывать, распутывать(δεσμά Arph.)
5) растапливать, плавить6) освобождать(τινὰ ἐκ δεσμῶν Hom.)
ἀ. ὀφθαλμόν Pind. in tmesi — возвращать зрение, перен. воскрешать7) разлагать, расчленять(τι εἴς τι Plat., Arst., Plut.)
8) исследовать, анализировать(τὰ σχήματα τῶν κατηγοριῶν Arst.)
9) (раз)решать (sc. τὰ γεωμετρικὰ προβλήματα Plut.)10) преимущ. med. заглаживать, искупать(τὰς πρός τινα ἁμαρτίας Dem.)
11) отменять, аннулировать12) приостанавливать, прекращать13) сниматься с якоря, перен. отправляться, уходить(ἐκ τῶν τόπων Polyb.)
εἰς παραχειμασίαν ἀναλῦσαι Polyb. — отправиться на зимние квартиры14) отходить (в вечность), умирать NT.15) возвращатьсяπροσδέχεσθαί τινα, πότε ἀναλύσῃ NT. — поджидать кого-л., пока он не вернется
-
6 αναπηνιζομαι
См. также в других словарях:
βομβύκια — βομβύκιον mason bee neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
паоучина — ПАОУЧИН|А (13), Ы с. Паутина: и иже все мимоходить. и хѹже паѹчины. СкБГ XII, 9г; ты бо свѣси немощь ѥстьства моѥго ˫ако и хѹже паѹчины ѡбрѣтаюсѧ. СбЯр XIII2, 172; Ча˫аниѥ будущи(х) бл҃гъ. нынѣшнѧ˫а ѿрѣють желани˫а. будущи˫а жизни. всю сию жизнь… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
CO seu COOS vel COS — CO, seu COOS, vel COS insula in mari Aegaeo, seu, ut quidam aiunt, in Icario, Rhodo proxima, et Cariae opposita, quae olim magna fuit, et optime habitata, et aspectu iucundissima iis, qui eo navigabant. Ambitus eius quingentis et quinquaginta… … Hofmann J. Lexicon universale
κλάδωμα — το [κλαδώνω] 1. το να βγάζει ένα φυτό κλαδιά, η απόκτηση κλάδων 2. η τοποθέτηση μικρών κλαδιών, ιδίως από δρυ, στις κλίνες τών μεταξοσκωλήκων κατά το τελευταίο στάδιο ανάπτυξής τους, ώστε αυτοί να ανεβούν επάνω τους και να σχηματίσουν τα βομβύκια … Dictionary of Greek
μάγγανο — και μάγκανο και μαγγάνι, το και μάγγανος, ο, και μαγγάνη, η (AM μάγγανον) 1. βαρούλκο, γερανός 2. (στο Βυζάντιο) α) ονομασία διαφόρων πολεμικών μηχανών οι οποίες είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό στοιχείο τον τροχό β) η αφετηρία στον ιππόδρομο κατά… … Dictionary of Greek
σηροτρόφος — ο, Ν αυτός που ασχολείται με την σηροτροφία, που εκτρέφει μεταξοσκώληκες και παράγει βομβύκια, κουκούλια, που είναι η πρώτη ύλη τού μεταξιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήρ, σηρός «μετάξι, μεταξοσκώληκας» + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο τρόφος. Η λ.… … Dictionary of Greek
σκώρος — Όνομα που δίνεται, υπό περιορισμένη έννοια, στα μικρολεπιδόπτερα της οικογένειας των Τινεϊδών, τα οποία χαρακτηρίζονται από τις μικρές διαστάσεις, τις ξεθωριασμένες αποχρώσεις και προπάντων από την καταστρεπτική δραστηριότητα των προνυμφών τους,… … Dictionary of Greek
βομβυκίδες — (bombycidae).Οικογένεια λεπιδοπτέρων εντόμων, που περιλαμβάνει τον βόμβυκα και ολιγάριθμα συγγενικά είδη. Είναι νυκτόβια έντομα, με νηματοειδείς ή σμηριγγοειδείς κεραίες και παχιά κοιλιά. Οι προνύμφες τους έχουν ανεπτυγμένους νηματογόνους αδένες … Dictionary of Greek
baxmb- — baxmb English meaning: a kind of noise Deutsche Übersetzung: Nachahmung for dumpfe, dröhnende Schalleindrũcke Material: Gr βόμβος m. (out of it Lat. bombus) “ a boom, deep hollow noise “, βόμβῡξ, ῡκος “ fleas “, βομβύκια “… … Proto-Indo-European etymological dictionary