-
1 βολιζω
-
2 βολίζω
{гл., 2}опускать зонд или лот (прибор для измерения глубины), измерять глубину (Деян. 27:28).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βολίζω
-
3 βολίζω
{гл., 2}опускать зонд или лот (прибор для измерения глубины), измерять глубину (Деян. 27:28).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βολίζω
-
4 βολίζω
αμετ. см. βυθομετρώ -
5 βολίζω
опускать зонд или лот (прибор для измерения глубины), измерять глубину.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > βολίζω
-
6 ακροβολιζω
преимущ. med. издали перебрасываться копьями, вести дальнюю перестрелку(πρὸς ἀλλήλους Thuc., Plut.)
οὔτε ἀ. οὔτ΄ είς χεῖρας συνιόντες μάχεσθαι Xen. — не вести ни дальней перестрелки, ни рукопашного боя;ἔπεσι ἀκροβολισάμενοι Her. — поспорив друг с другом (досл. перебросившись словами) -
7 1001
{гл., 2}опускать зонд или лот (прибор для измерения глубины), измерять глубину (Деян. 27:28).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1001
См. также в других словарях:
βολίζω — (AM βολίζω) ρίχνω τη βολίδα, εξετάζω το βάθος της θάλασσας νεοελλ. βόλισον ναυτικό παράγγελμα προς τον ναύτη στον οποίο έχει ανατεθεί η καταμέτρηση του βάθους της θάλασσας, όταν το πλοίο περνάει από επικίνδυνους διαύλους μσν. βολίζομαι βυθίζομαι … Dictionary of Greek
βολίζω — ισα, ρίχνω βολίδα στη θάλασσα, για να μετρήσω το βάθος της, σκανταγιάρω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βολίσῃ — βολίζω heave the lead aor subj mid 2nd sg βολίζω heave the lead aor subj act 3rd sg βολίζω heave the lead fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολιζέτω — βολίζω heave the lead pres imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολισθέντος — βολίζω heave the lead aor part pass masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολίζειν — βολίζω heave the lead pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολίζονται — βολίζω heave the lead pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολίζων — βολίζω heave the lead pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολίσαντες — βολίζω heave the lead aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλιάζω — και βουλώ 1. βυθίζω, καταποντίζω 2. βυθίζομαι, καταποντίζομαι 3. εξολοθρεύω, καταστρέφω 4. καταστρέφομαι οικονομικά ή ηθικά 5. (για περιοχή) υποχωρώ, κατακαθίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βουλιάζω είτε προήλθε < βολίζω* («ρίχνω τη βολίδα, εξετάζω το βάθος… … Dictionary of Greek
-ιάζω — κατάληξη ρημάτων τής Νέας Ελληνικής, η οποία εμφανίζεται: α) σε ρήματα που έχουν σχηματιστεί με την αρχ. κατάλ. άζω και προέρχονται από ουσ. ή επίθ. με θεματικό φωνήεν ι [πρβλ. αγιάζω (< άγιος), αιφνιδιάζω (< αιφνίδιος), εφοδιάζω (<… … Dictionary of Greek