-
1 βοηδρόμος
βοηδρόμοςmasc /fem nom sg -
2 βοήδρομος
βοήδρομ-ος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοήδρομος
-
3 βοηδρόμου
βοήδρομοςgiving succour: masc /fem /neut gen sgβοηδρόμοςmasc /fem /neut gen sg -
4 βοηδρόμους
βοήδρομοςgiving succour: masc /fem acc plβοηδρόμοςmasc /fem acc pl -
5 βοηδρόμοι
βοηδρόμοςmasc /fem nom /voc pl -
6 βοηδρόμωι
βοηδρόμῳ, βοήδρομοςgiving succour: masc /fem /neut dat sgβοηδρόμῳ, βοηδρόμοςmasc /fem /neut dat sg -
7 βοηδρόμιος
βοηδρόμ-ιος, ον,A = βοηδρόμος, of Apollo, Call. Ap.69, Paus.9.17.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοηδρόμιος
-
8 βοηθόος
Grammatical information: m.Meaning: `who brings help (in war)' (Il.; on the meaning Schulze Kl. Schr. 188).Other forms: Dor. βοᾱθόος, att. and Hdt. βοηθός (s. below)Derivatives: From this a denominative Aetol. βοᾱθοέω, (Lesb. βᾱθόημι), through hyphairesis (Schwyzer 252) Dor. βοᾱθέω, Att. and Hdt. βοηθέω `come to help on a cry, help' (cf. Kretschmer, Glotta 18, 96f.). - From βοαθόος bzw. βοηθό(ο)ς: Aetol. βοαθοΐα (\< *βοαθοϜία), Att. βοήθεια (rebuilt after the nouns in - ειᾰ [Schwyzer 469]) `help'. - From βοηθέω as reverse deriv. βοηθός (or constracted from βοηθόος, s. Schwyzer 469, Sommer Nominalkomp. 26 A. 4). βοήθησις `help' (Hp.).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: βοηθόος from an expression like ( ἐπὶ) βοην θεῖν (s. Schulze Kl. Schr. 188). (The - ο- from *θοϜ-ο-?) - After βοηθέω, βοηθός were made the synonyms βοηδρομέω (Eur.) with the feast name βοηδρόμια pl. (D.; months name Βοηδρομιών, Βοηδρόμιος) and βοηδρόμος (E.; on the connection s. E. Kretschmer, Glotta 18, 1930, 96ff.).Page in Frisk: 1,248Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βοηθόος
См. также в других словарях:
βοηδρόμος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηδρόμος — ο βλ. βοηδρόμιος … Dictionary of Greek
βοηδρόμου — βοήδρομος giving succour masc/fem/neut gen sg βοηδρόμος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηδρόμους — βοήδρομος giving succour masc/fem acc pl βοηδρόμος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηδρόμοι — βοηδρόμος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βοηδρόμιος — και Βοηδρόμος, ο (Α) 1. επίκουρος, αρωγός 2. επίκληση του Απόλλωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. Βοηδρόμος < βοή + δρόμος σχηματίστηκε αναλογικά προς το βοηθός* και ο τ. Βοηδρόμιος < βοηδρομώ] … Dictionary of Greek
βοηδρόμωι — βοηδρόμῳ , βοήδρομος giving succour masc/fem/neut dat sg βοηδρόμῳ , βοηδρόμος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Аполлон, божество — (Άπόλλων). Между божествами древнего греческого мира А. является в этическом смысле наиболее выработанным, так сказать, одухотворенным. Культ его, в особенности в дорийских государствах, много способствовал смягчению нравов, упрочению и почитанию … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Аполлон божество — (Άπόλλων). Между божествами древнего греческого мира А. является в этическом смысле наиболее выработанным, так сказать, одухотворенным. Культ его, в особенности в дорийских государствах, много способствовал смягчению нравов, упрочению и почитанию … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
βοηδρομίη — βοηδρομίη, η (Α) [βοηδρόμος] επικουρία, βοήθεια … Dictionary of Greek
βοηδρομώ — βοηδρομῶ ( έω) (Α) 1. τρέχω προς αυτόν που φωνάζει για βοήθεια, σπεύδω να βοηθήσω 2. τρέχω κραυγάζοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < βοηδρόμος. Το ρ. βοηδρομώ σχηματίστηκε αναλογικά προς το βοηθώ*] … Dictionary of Greek