-
1 βλοσυρ-ωπός
βλοσυρ-ωπός, furchtbar blickend, δράκων Agath. 22 (V. 299); Dion. Per. 123.
-
2 βλοσυρωπός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βλοσυρωπός
-
3 βλοσυρωπός
-
4 βλοσυρός
Grammatical information: adj.Meaning: uncertain; `terrible'? (Il.)Compounds: βλοσυρώπῑς f. (Λ 36; on the ι Schwyzer 463 n. 5, Chantr. Gramm. hom. 1, 208), - ωπός (AP, D.P.), - ώπεε (dual, Opp.); βλοσυρόμματος (Cerc.), βλοσυρόφρων (A.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Uncertain. Leumann Hom. Wörter 141ff. derives it from βλοσυρ(ός), `of a vulture', as Aeolic from IE *gʷl̥tur(os) to Lat. voltur(us) `id'. But there is no evidence that the word is IE.Page in Frisk: 1,245-246Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βλοσυρός
См. также в других словарях:
καλωπός — καλωπός, ή, όν (Α) αυτός που έχει ωραία όψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ωπός (< ωψ, ωπος < *ὤψ, ὠπός «όψη, μάτι, πρόσωπο»), πρβλ. αγρι ωπός, βλοσυρ ωπός] … Dictionary of Greek
στυγερωπός — όν, Α (ποιητ. τ.) ο στυγερώπης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στυγερός + ωπός (βλ. και λ. όπωπα), πρβλ. βλοσυρ ωπός] … Dictionary of Greek
βλοσυρώπης — βλοσυρώπης, ο (θηλ. ρῶπις, ιδος, η) (Α) αυτός που έχει βλοσυρή έκφραση. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρσ. βλοσυρώπης αποτελεί μτγν. τ. του ομηρ. θηλ. βλοσυρώπις, λ. αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. βλοσυρώπις (κυριολ. «με μάτι ή όψη αρπακτικού πτηνού») < (θ.) βλοσυρ… … Dictionary of Greek
λυσσώπις — λυσσῶπις, ιδος, ἡ (Α) αυτή που έχει λυσσώδες βλέμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + ῶπις(< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός»), πρβλ. βλοσυρ ώπις, γλαυκ ώπις] … Dictionary of Greek
πυρώπης — πύρωπες, θηλ. και πυρῶπις, ώπιδος, Α πυρωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ «φωτιά» + ώπης (< ὤψ, ὠπὸς «μάτι, πρόσωπο»), πρβλ. βλοσυρ ώπης, γλαυκ ώπης] … Dictionary of Greek