-
1 βλοσυρ-ωπός
βλοσυρ-ωπός, furchtbar blickend, δράκων Agath. 22 (V. 299); Dion. Per. 123.
-
2 βλοσυρ-ώπεε
βλοσυρ-ώπεε, μόσχω, furchtbar blickend, Opp. C. 1, 144.
-
3 βλοσυρ-ῶπις
βλοσυρ-ῶπις, ιδος, fem. zum vorigen, Hom. einmal, Iliad. 11, 36 von einem Schilde τῇ δ' ἐπὶ μὲν Γοργὼ βλοσυρῶπις ἐστεφάνωτο δεινὸν δερκομένη, περὶ δὲ δεῖμός τε φόβος τε: hier scheint, nach Homerischer Art, durch δεινὸν δερκομένη das βλοσυρῶπις erklärt zu werden; – αἰγίς Man. 6, 202.
-
4 βλοσυρώπης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βλοσυρώπης
-
5 βλοσυρωπός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βλοσυρωπός
-
6 βλοσυρῶπις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βλοσυρῶπις
-
7 βλοσυρῶπις
βλοσυρ-ῶπις (ὤψ): with ferocious looks, epith. of the Gorgon, Il. 11.36†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > βλοσυρῶπις
-
8 βλοσυρώπεε
-
9 βλοσυρῶπις
-
10 βλοσυρωπός
-
11 βλοσυρωπις
-
12 βλοσυρός
Grammatical information: adj.Meaning: uncertain; `terrible'? (Il.)Compounds: βλοσυρώπῑς f. (Λ 36; on the ι Schwyzer 463 n. 5, Chantr. Gramm. hom. 1, 208), - ωπός (AP, D.P.), - ώπεε (dual, Opp.); βλοσυρόμματος (Cerc.), βλοσυρόφρων (A.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Uncertain. Leumann Hom. Wörter 141ff. derives it from βλοσυρ(ός), `of a vulture', as Aeolic from IE *gʷl̥tur(os) to Lat. voltur(us) `id'. But there is no evidence that the word is IE.Page in Frisk: 1,245-246Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βλοσυρός
См. также в других словарях:
-ώπις — Α β συνθετικό πολλών θηλυκών ονομάτων τής Αρχαίας που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και δηλώνει αυτήν που έχει τα μάτια, την όψη, την έκφραση ή την εμφάνιση την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αὐλ ῶπις, βλοσυρ ῶπις, βο ῶπις … Dictionary of Greek
βλοσυρός — ή, ό (AM βλοσυρός, ά, όν, Α και ός, όν) αυτός που κοιτάζει άγρια, που εμπνέει φόβο με το βλέμμα του αρχ. 1. άγριος, φοβερός 2. γενναίος, θαρραλέος 3. τραχύς, σκληρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητική και λογοτεχνική λέξη ήδη ομηρική, που μαρτυρείται επίσης… … Dictionary of Greek
βλοσυρώπης — βλοσυρώπης, ο (θηλ. ρῶπις, ιδος, η) (Α) αυτός που έχει βλοσυρή έκφραση. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρσ. βλοσυρώπης αποτελεί μτγν. τ. του ομηρ. θηλ. βλοσυρώπις, λ. αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. βλοσυρώπις (κυριολ. «με μάτι ή όψη αρπακτικού πτηνού») < (θ.) βλοσυρ… … Dictionary of Greek
θαλερόμματος — θαλερόμματος, ον (Α) αυτός που έχει ζωηρά, λαμπερά μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλερός + όμματος (< όμμα), πρβλ. βλοσυρ όμματος, πολυ όμματος] … Dictionary of Greek
καλωπός — καλωπός, ή, όν (Α) αυτός που έχει ωραία όψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ωπός (< ωψ, ωπος < *ὤψ, ὠπός «όψη, μάτι, πρόσωπο»), πρβλ. αγρι ωπός, βλοσυρ ωπός] … Dictionary of Greek
λυσσώπις — λυσσῶπις, ιδος, ἡ (Α) αυτή που έχει λυσσώδες βλέμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + ῶπις(< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός»), πρβλ. βλοσυρ ώπις, γλαυκ ώπις] … Dictionary of Greek
πυρώπης — πύρωπες, θηλ. και πυρῶπις, ώπιδος, Α πυρωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ «φωτιά» + ώπης (< ὤψ, ὠπὸς «μάτι, πρόσωπο»), πρβλ. βλοσυρ ώπης, γλαυκ ώπης] … Dictionary of Greek
στυγερωπός — όν, Α (ποιητ. τ.) ο στυγερώπης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στυγερός + ωπός (βλ. και λ. όπωπα), πρβλ. βλοσυρ ωπός] … Dictionary of Greek
χρυσώπης — ὁ, Α χρυσωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ώπης (< θ. οπ τού όπωπα), πρβλ. βλοσυρ ώπης] … Dictionary of Greek
ωχρόμματος — ον, Α αυτός που έχει ωχρούς οφθαλμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠχρός + όμματος (< ὄμμα, ατος «μάτι»), πρβλ. βλοσυρ όμματος] … Dictionary of Greek
gʷl̥ tur(os) — gʷl̥ tur(os) English meaning: vulture Deutsche Übersetzung: “Geier” Grammatical information: m. Material: Gk. *βλοσυρός (with Eol. λο for λα) “ vulture”, Hom. βλοσυρ ώπις “geieräugig”, hence adj. βλοσυρός “with furchtbaren… … Proto-Indo-European etymological dictionary