Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βλοσυρ(ός

См. также в других словарях:

  • -ώπις — Α β συνθετικό πολλών θηλυκών ονομάτων τής Αρχαίας που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και δηλώνει αυτήν που έχει τα μάτια, την όψη, την έκφραση ή την εμφάνιση την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αὐλ ῶπις, βλοσυρ ῶπις, βο ῶπις …   Dictionary of Greek

  • βλοσυρός — ή, ό (AM βλοσυρός, ά, όν, Α και ός, όν) αυτός που κοιτάζει άγρια, που εμπνέει φόβο με το βλέμμα του αρχ. 1. άγριος, φοβερός 2. γενναίος, θαρραλέος 3. τραχύς, σκληρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητική και λογοτεχνική λέξη ήδη ομηρική, που μαρτυρείται επίσης… …   Dictionary of Greek

  • βλοσυρώπης — βλοσυρώπης, ο (θηλ. ρῶπις, ιδος, η) (Α) αυτός που έχει βλοσυρή έκφραση. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρσ. βλοσυρώπης αποτελεί μτγν. τ. του ομηρ. θηλ. βλοσυρώπις, λ. αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. βλοσυρώπις (κυριολ. «με μάτι ή όψη αρπακτικού πτηνού») < (θ.) βλοσυρ… …   Dictionary of Greek

  • θαλερόμματος — θαλερόμματος, ον (Α) αυτός που έχει ζωηρά, λαμπερά μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλερός + όμματος (< όμμα), πρβλ. βλοσυρ όμματος, πολυ όμματος] …   Dictionary of Greek

  • καλωπός — καλωπός, ή, όν (Α) αυτός που έχει ωραία όψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ωπός (< ωψ, ωπος < *ὤψ, ὠπός «όψη, μάτι, πρόσωπο»), πρβλ. αγρι ωπός, βλοσυρ ωπός] …   Dictionary of Greek

  • λυσσώπις — λυσσῶπις, ιδος, ἡ (Α) αυτή που έχει λυσσώδες βλέμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + ῶπις(< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός»), πρβλ. βλοσυρ ώπις, γλαυκ ώπις] …   Dictionary of Greek

  • πυρώπης — πύρωπες, θηλ. και πυρῶπις, ώπιδος, Α πυρωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ «φωτιά» + ώπης (< ὤψ, ὠπὸς «μάτι, πρόσωπο»), πρβλ. βλοσυρ ώπης, γλαυκ ώπης] …   Dictionary of Greek

  • στυγερωπός — όν, Α (ποιητ. τ.) ο στυγερώπης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στυγερός + ωπός (βλ. και λ. όπωπα), πρβλ. βλοσυρ ωπός] …   Dictionary of Greek

  • χρυσώπης — ὁ, Α χρυσωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ώπης (< θ. οπ τού όπωπα), πρβλ. βλοσυρ ώπης] …   Dictionary of Greek

  • ωχρόμματος — ον, Α αυτός που έχει ωχρούς οφθαλμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠχρός + όμματος (< ὄμμα, ατος «μάτι»), πρβλ. βλοσυρ όμματος] …   Dictionary of Greek

  • gʷl̥ tur(os) —     gʷl̥ tur(os)     English meaning: vulture     Deutsche Übersetzung: “Geier”     Grammatical information: m.     Material: Gk. *βλοσυρός (with Eol. λο for λα) “ vulture”, Hom. βλοσυρ ώπις “geieräugig”, hence adj. βλοσυρός “with furchtbaren… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»