Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βλαστημῶ

См. также в других словарях:

  • βλαστημώ — ( άω) (AM βλασφημῶ, έω) 1. εκστομίζω ανόσια, υβριστικά λόγια εναντίον του θεού, αγίων προσώπων ή ιερών συμβόλων 2. αναθεματίζω, καταριέμαι μσν. νεοελλ. οικτίρω νεοελλ. 1. βρίζω ή καταριέμαι κάποιον 2. φρ. «βλαστήματα» εκδήλωση στενοχώριας και… …   Dictionary of Greek

  • βλαστημώ — βλαστημάω / βλαστημώ, βλαστήμησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βλαστημώ — ησα, βρίζω τα θεία, χυδαιολογώ, καταριέμαι: Βλαστήμησα την ώρα που τον γνώρισα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβλαστήμητος — η, ο [βλαστημώ] αυτός που δεν έγινε αντικείμενο βλασφημίας …   Dictionary of Greek

  • αιξωνεύομαι — αἰξωνεύομαι (Α) βλαστημώ, κακολογώ, όπως οι κάτοικοι τού δήμου Αιξωνή τής Αττικής (λ. τού Μενάνδρου). [ΕΤΥΜΟΛ. < Αἰξωνεὺς < Αἰξωνή] …   Dictionary of Greek

  • ανάθεμα — το (Α ἀνάθεμα) 1. οτιδήποτε είναι αποχωρισμένο από το καλό και εγκαταλελειμμένο στο κακό, αφορισμένο, καταραμένο πρόσωπο ή πράγμα (στά Νεοελληνικά συνήθως σε συνεκφορά με την αναφορική αντωνυμία που) «π ανάθεμα να γίνει» (κατάρα για πρόσωπα ή… …   Dictionary of Greek

  • αποσκορακίζω — (ΑΜ ἀποσκορακίζω) [σκορακίζω] νεοελλ. 1. διώχνω, πετώ μακριά, στέλνω κατά διαβόλου 2. (για αρχαία κείμενα) αποβάλλω, απορρίπτω όσα δεν θεωρώ γνήσια χωρία, εξοβελίζω αρχ. μσν. στέλνω κάποιον στον διάβολο, αναθεματίζω, καταριέμαι, βλαστημώ …   Dictionary of Greek

  • ατιμάζω — (AM ἀτιμάζω) [άτιμος] 1. προσβάλλω κάποιον με λόγια ή έργα 2. κατηγορώ, βρίζω νεοελλ. 1. βιάζω ή εκπαρθενεύω 2. βλαστημώ, καταριέμαι αρχ. 1. συμπεριφέρομαι περιφρονητικά προς κάποιον 2. δεν θεωρώ κάποιον άξιο να κάνει ή να πετύχει κάτι 3. αφαιρώ… …   Dictionary of Greek

  • βλάστημος — η, ο (AM βλάσφημος, ον) 1. εκείνος που βλαστημά, που βρίζει τα θεία 2. (για λόγια) απρεπής, υβριστικός αρχ. δυσοίωνος, γρουσούζικος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. βλαστημώ] …   Dictionary of Greek

  • βλασφημία — Η βλαστήμια· η εκδήλωση περιφρόνησης για τον Θεό και γενικότερα τα θεία (ό,τι θεωρείται ιερό για τη θρησκεία), που γίνεται δημόσια. Στην Ελλάδα τιμωρείται τόσο όταν γίνεται με δόλο (κακοβούλως) όσο και όταν γίνεται ανύποπτα, με διαφορά ως προς το …   Dictionary of Greek

  • επιγλωσσώμαι — ἐπιγλωσσώμαι, άομαι και επιγλωττῶμαι (Α) 1. βλαστημώ 2. βρίζω κάποιον …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»