-
1 βλαπτικών
-
2 βλαπτικῶν
-
3 σίνομαι
Grammatical information: v.Meaning: `to rob, to pillage, to destroy, to damage' (ep. Od., Sapph., Ion., X., hell. a. late, also Argos, Crete, Herakleia; Hdt., Hp. also - έομαι; not in Att..Compounds: As 1. member in σιν-όδων, - όδους, - οντος m. name of a fish (Arist., Dorio a. o.), folketymol. for συν- σίνομαι (s. Strömberg 45). Unclear however σινάμωρος approx. `harmful, baneful, wicked, mischievous, sweet-toothed, lustful' with - ία, - έω, - ευμα (Ion., com., Arist. a. o.); because of the short ι not to the verb, but to the noun σίνος; the final fits badly with μωρός, perh. better to ἐγχεσί-μωρος, if taken as `spear-happy' (cf. Leumann Hom. Wörter 272 n. 18).Derivatives: 1. σίνος n. `damage, harm, disaster' (Ion., A., Arist. a. o.) with ἀ-σινής `unharmed, harmless' (λ 110, Sapph., Ion., A., Pl., X., hell. a. late), opposite ἐπι-σινής (Thphr. a. o.). 2. σίντης m. `destroyer, robber', mostly of beasts of prey, `thief' (Il., hell. a. late epic); σίντωρ m. `id.' (Crete IVa, AP; Fraenkel Nom. ag. 1, 123 a. 131); uncertain Σίντιες m. pl. name of the old population of Lemnos (Hom. a.o.), after Kretschmer Glotta 30, 117 prop. "the robbers" and to be distinguished from the Thracian Σιντοι. 3. Σίνις, - ιδος m. name of a mythical robber (B., E., X. a. o.), also appellat. `robber, destroyer' (A. Ag. 217 [gener. changed to ἶνις], Call., Lyc.). 4. σιναρός `damaged' (Hp., as ῥυπαρός a. o.). 5. σινότης f. `damage, flaw' (gloss.). 6. ἐπισίνιος ἐπίβουλος H. 7. σινόω ( προ- σίνομαι) = σίνομαι (Man., Vett. Val. a. o.) with σινωτικός `harmful' (late). 8. σίνδρων = πονηρός (Phot.), also `slave born of a slave' (Seleukos ap. Ath.), also as PN; cf. Masson on Hipponax 121 w. n. 3; gen. pl. σινδρῶν πονηρῶν, βλαπτικῶν H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: The present σίνομαι (second. - έομαι; cf. Schwyzer 721) wit generalized length of the ι (on the unclear σίνονται Sapph. 26, 4 s. Hamm Gramm. $217a) can be best understood as yotformation *σίν-ι̯ομαι (Schwyzer 694). If inherited, σίνομαι must like κλίνω, κρίνω contain a present-forming ν, which spread not only to the sporadic aoristforms but also to the nouns σίνος, σίντης a. o. -- Not certainly explained. PGr. *τϜι-ν- can on itself be connected with σής (if from *τϜη[ι̯]-ς) and with Germ. Þwi- in OE Þwīnan `become weak, disappear' a. o. (Wood Mod. Phil. 5, 268); apart from the semant. polyinterpretability of the relevant words, there are both for σής and for Þwīnan other explanations, s. on σής and WP. 1, 702 f. (Pok. 1054) w. lit. To be rejected explanations of σίνομαι in W.-Hofmann s. sine and sonium; older lit. in Bq and Lidén IF 19, 351 w. n. 2. -- Cf. σιφλός.Page in Frisk: 2,708-709Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σίνομαι
См. также в других словарях:
βλαπτικῶν — βλαπτικός hurtful fem gen pl βλαπτικός hurtful masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανοσία — Γενικά σημαίνει την έμφυτη ή επίκτητη ιδιότητα του οργανισμού να μην παρουσιάζει διαταραχές, όταν έρχεται σε επαφή με παθογόνους παράγοντες που κανονικά έχουν βλαβερή επίδραση· ειδικότερα όμως με τον όρο α. εννοείται η κατάσταση κατά την οποία o… … Dictionary of Greek
περιβάλλον — Στη βιολογία, το σύνολο των συνθηκών στις οποίες διαβιούν οι οργανισμοί κατά τη διάρκεια του ζωικού κύκλου τους. Διακρίνουμε εξωτερικό π. (περιβάλλουσες συνθήκες) και εσωτερικό π. (συνθήκες λειτουργιών του οργανισμού). Οι σχέσεις μεταξύ… … Dictionary of Greek
πρωταπριλιά — η, Ν 1. η πρώτη ημέρα τού Απριλίου 2. (λαογρ.) η παιγνιώδης συνήθεια να λένε οι άνθρωποι ψέματα την ημέρα αυτή που, κατά τη λαϊκή παράδοση, αποτελούσε σκόπιμο ξεγέλασμα τών βλαπτικών δυνάμεων που θα εμπόδιζαν την παραγωγή ή, γενικότερα,… … Dictionary of Greek
πόνος — Δυσάρεστη αίσθηση, στη γένεση της οποίας γίνεται αποδεκτή η συμμετοχή περιφερειακών νευρικών στοιχείων ποικίλης διαφοροποίησης, και κεντρικών νευρικών στοιχείων, τα οποία συντονίζουν τα ερεθίσματα που προέρχονται από την περιφέρεια. Ένα επώδυνο… … Dictionary of Greek
τερηδόνα — I Καταστρεπτική διεργασία εις βάρος των σκληρών ιστών του οργανισμού, όπως τα οστά, οι χόνδροι και τα δόντια· συχνότερα ο όρος σημαίνει την τ. των δοντιών. Η τελευταία αυτή οφείλεται στη συνέργια ενδογενών και εξωγενών παραγόντων: γενικές… … Dictionary of Greek