-
1 βιωτός
βιωτός, zu leben; βίος οὐ βιωτός, ein Leben, das nicht als ein Leben zu betrachten, Plat. Apol. 38 a; Conv. 216 a; Ar. Plut. 197; neutr., ἆρα βιωτὸν ἡμῖν ἐστιν; können wir leben? Plat. Crit. 47 d; οὐ βιωτὸν ἡγεῖσϑαι, d. i. sterben wollen, Xen. Hell. 2, 3, 50; so öfter bei Sp.; Antiphan. Ath. VIII, 342 f οὐ βιωτόν ἐστιν οὐδ' ἀνάσχετον; vgl. Plut. Aemil. 21; Luc. Charidem. 16.
-
2 βιωτός
βιωτός, zu leben; βίος οὐ βιωτός, ein Leben, das nicht als ein Leben zu betrachten -
3 συμ-βιωτός
συμ-βιωτός, zum geselligen Leben gemacht, Theophr.
-
4 χειρο-βίωτος
χειρο-βίωτος, = Vorigem, zw.
-
5 κακο-βίωτος
κακο-βίωτος, = Vor., Schol. Ar. Plut. 969.
-
6 θαλασσο-βίωτος
θαλασσο-βίωτος, vom Meere lebend, darin seinen Unterhalt suchend, App. Pun. 89.
-
7 ἀπο-χειρο-βίωτος
ἀπο-χειρο-βίωτος, von seiner Hände Arbeit lebend, Her. 3, 42 Xen. Cyr. 8, 3, 37 u. Sp.
-
8 ἀξιο-βίωτος
ἀξιο-βίωτος, des Lebens werth, ἐνόμισαν οὐκ ἀξ. εἶναι, es sei nicht der Mühe werth zu leben, es sei nicht auszuhalten, Xen. Hell. 4, 4, 6.
-
9 ἀ-βίωτος
ἀ-βίωτος, nicht zu leben, unerträglich, βίος Eur. Hipp. 821, ch.; Plat. Polit. 288 e, u. Redner oft, z. B. Lys. 6, 31; Aesch. 1, 183; Dem. 24, 141; χρόνος Eur. Alc. 248; αἰών Xen. Cyr. 3, 3, 24; ἀβίωτόν ἐστι, man kann nicht leben, Plat. Menex. 246 d; ἀβ. ζῆν Legg. XI, 926 b; vergl. Eur. Ion 676; Herc. F. 1257. – Adv., ἀβιώτως διετέϑησαν ὑπὸ λύπης Plut. Hol. 7, sie mochten vor Traurigkeit nicht leben; ἔχειν, vom Kranken, aufgegeben sein, Dio. 6.
-
10 ἀβίωτος
ἀ-βίωτος, nicht zu leben, nicht lebenswert, unerträglich -
11 ἀξιοβίωτος
-
12 ἀποχειροβίωτος
-
13 θαλασσοβίωτος
θαλασσο-βίωτος, vom Meere lebend, darin seinen Unterhalt suchend -
14 συμβιωτός
-
15 χειρόβιος,
χειρό-βιος, u. χειρο-βίωτος, von seiner Hände Arbeit lebend -
16 χειροβίωτος
χειρό-βιος, u. χειρο-βίωτος, von seiner Hände Arbeit lebend
См. также в других словарях:
βιωτός — βιωτός, ή, όν (Α) αυτός που αξίζει να τον ζει κανείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βιω (< *gwiyō ) τού αορ. εβίων (βλ. βιώ II) ή < βίος] … Dictionary of Greek
βιωτός — to be lived masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιωτόν — βιωτός to be lived masc/fem acc sg βιωτός to be lived neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλασσοβίωτος — θαλασσοβίωτος, ον (Α) αυτός που εξασφαλίζει τα αναγκαία για να ζήσει από τη θάλασσα, ο θαλασσόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + βιωτός (< βιώ < βίος), πρβλ. α βίωτος, ευ συμ βίωτος] … Dictionary of Greek
κακοβίωτος — κακοβίωτος, ον (Α) αβίωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + βιωτος (< βιῶ), πρβλ. αξιο βίωτος] … Dictionary of Greek
αποχειρόβιος — ἀποχειρόβιος κ. βίωτος, ον (Α) αυτός που ζει με την εργασία των χεριών του, ο βιοπαλαιστής … Dictionary of Greek
βιωτικός — ή, όν (Α) [βιωτός] βιοτικός … Dictionary of Greek