-
1 χειρο-βίωτος
χειρο-βίωτος, = Vorigem, zw.
-
2 ἀπο-χειρο-βίωτος
ἀπο-χειρο-βίωτος, von seiner Hände Arbeit lebend, Her. 3, 42 Xen. Cyr. 8, 3, 37 u. Sp.
-
3 χειρόβιος,
χειρό-βιος, u. χειρο-βίωτος, von seiner Hände Arbeit lebend -
4 χειροβίωτος
χειρό-βιος, u. χειρο-βίωτος, von seiner Hände Arbeit lebend -
5 ἀποχειροβίωτος