-
1 βιο-τέρμων
βιο-τέρμων, ὥρη Maneth. 4, 77, das Leben begränzend.
-
2 βιοτέρμων
См. также в других словарях:
κυκλοτέρμων — κυκλοτέρμων, ον (Α) αυτός που κινείται κυκλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + τέρμων «τέρμα» (πρβλ. αλι τέρμων, βιο τέρμων)] … Dictionary of Greek