-
1 οὐετερανός
οὐετερανός, ὁ, = Lat.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐετερανός
См. также в других словарях:
ουετερανός — οὐετερανός και οὐετρανός και βετράνος, ὁ (Α) βετεράνος, παλαίμαχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. veteranus «παλιός στρατιώτης, παλαίμαχος» (βλ. λ. βετεράνος)] … Dictionary of Greek