Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

βγάλε

  • 1 βγάλε

    με απ' την υποχρέωση избавь меня о этой обязанности;
    7) вывихнуть (сустав); έβγαλε το πόδι του он вывихнул себе ногу; 8) производить; создавать; выпускать;

    η περιοχή βγάλεει σταφύλια — область производит много винограда;

    βγάλε καλό λάδι — производить хорошее масло;

    τό πολυτεχνείο βγάλε καλούς μηχανικούς — политехнический институт выпускает хороших инженеров;

    9) давать, порождать;
    η τριανταφυλλιά έβγαλε μπουμπούκια роза дала бутон; έβγαλε σπυριά στο πρόσωπο у него на лице появились прыщи; η κλωσσα έβγαλε δέκα πουλιά наседка вывела десять цыплят; έβγαλε καλά παιδιά он вырастил хороших детей; 10) источать; выделять; выпускать;

    η λάμπα βγάλεει καπνό — лампа коптит;

    βγάλεει νερό ο τοίχος — стена отсыревает;

    βγάλε δάκρυα — а) плакать; — б) слезиться;

    βγάλε φλέ(γ)ματα — отхаркивать мокроту;

    έβγαλε τίς βλογιές он заболел оспой;
    11) зарабатывать, добывать;

    βγάλε πολλά λεφτά — много зарабатывать;

    βγάλε τό ψωμί μου — зарабатывать на хлеб;

    12) издавать (звук), произносить;

    βγάλε φωνή — кричать;

    δεν βγάλε ούτε άχνα — не проронить ни звука;

    βγάλε λόγο — произносить речь;

    13) издавать, публиковать, выпускать;

    βγάλε εφημερίδα — издавать газету;

    βγάλε ανακοίνωση — делать объявление;

    βγάλε απόφαση — выносить решение, приговор;

    14) выдвигать, продвигать; выбирать, избирать;

    βγάλε κάποιον βουλευτή — избирать кого-л. депутатом;

    15) заключать, делать заключение;
    думать, полагать;

    βγάλε τό συμπέρασμα — делать вывод;

    τί βγάλεεις από όσα σού είπα; — что ты думаешь о том, что я тебе сказал?;

    16) вычислять, подсчитывать;
    κάμε πάλι το λογαριασμό, δεν τάβγαλες σωστά! подсчитай снова, ты неправильно высчитал; 17) разбирать, расшифровывать, разгадывать;

    δεν βγάλε το γράψιμο ( — или τα γράμματα) του — я не разбираю его почерка;

    18) вести, приводить;
    τό μονοπάτι μ' έβγαλε στο ποτάμι тропинка привела меня к реке; 19) вести, провожать;

    βγάλε τα παιδιά περίπατο — водить детей на прогулку;

    βγάλε με ως το δρόμο проводи меня до дороги;
    20) угощать; 21) кончать, заканчивать;

    βγάλε τη σχολή — заканчивать школу;

    22) прожить, просуществовать; пережить;
    δεν θα βγάλει τη νύχτα ему не прожить и ночи; 23) называть, давать имя, прозвище;

    βγάλε κάποιου παρατσούκλι — давать кому-л. прозвище;

    πώς το βγάλανε το παιδί; как они назвали ребёнка?;
    24) вводить в моду; 25) уличать, изобличать; τον έβγαλα ψεύτη я его изобличил во лжи; ο θεός να με βγάλει ψεύτη пусть я окажусь плохим пророком;

    § βγάλε γλώσσα — быть дерзким (на язык), держать себя дерзко, нагло;

    βγάλε μίζα — нагреть себе руки на чём-л.;

    βγάλε την τσίπα — становиться беззастенчивым;

    βγάλε όνομα — приобрести имя, известность;

    прослыть (кем-л.);

    βγάλε τό όνομα κάποιου — лишать доброго имени, позорить, дискредитировать кого-л.;

    βγάλε είσιτήρια — брать билеты;

    βγάλε τον ανήφορο — брать подъём;

    βγάλε τό άχτι μου πάνω σε κάποιον — вымещать, срывать свою злобу на ком-л.;

    βγάλε στη δημοπρασία (στο σφυρί) — продавить с аукциона (с молотки);

    βγάλε στο λοτό — разыгрывать (что-л.) в лотерею;

    βγάλε στα ( — или στη) φόρα — разоблачать при всех, публично;

    βγάλε τα άπλυτα κάποιου — раскрывать чьй-л. грязные дело;

    βγάλε τα άπλυτα του στη φόρα — вывести кого-л. на. чистую воду;

    βγάλε τα μάτια μου — а) портить (себе) зрение; — б) причинять себе ущерб;

    βγάλε τό μάτι (τα μάτια) κάποιου — причинять кому-л. большой ущерб;

    τό μάτι σοδβγαλε; что плохого он тебе сделал?;
    θα βγάλουν τα μάτια τους они друг другу глаза выцарапают; βγάλτε τα μάτια σας сами разбирайтесь в своих делах;

    τα βγάλε πέρα — справляться (с чём-л.);

    μόλις τα βγάλε πέρα — едва сводить концы с концами;

    οπού μας βγάλει η άκρη а) будь что будет;
    б) куда глаза глядят;

    βγάλε στη μέση — а) ставить на обсуждение; — б) выдвигать новое утверждение;

    βγάλε κάτι απ' τη μέση — отодвигать что-л.;

    βγάλε κάποιον απ' τη μέση — устранять, убирать, нейтрализовать кого-л.;

    τον έβ- γαλα απ' την καρδιά μου я вырвал его из своего сердца;
    βγάλ' το απ' το νού (или μυαλό, κεφάλι) σου выбрось это из головы; не надейся и не жди;

    βγάλε τό λαρύγγι ( — или τό λαιμό, τα πνευμόνια) μου — кричать во всё горло, орать; — драть глотку (прост,);

    έβγαλα το λαρύγγι μου να φωνάζω я надорвал глотку кричавши;
    του 'βγάλε τα πόδια у него гудели ноги (от ходьбы);

    βγάλεει τα λόγια του με την τσιμπίδα — он очень молчаливый; — из него слова не вытянешь;

    βγάλεει οχτώ και τρώει δέκα — он живёт не по средствам;

    βγάλεει και από τη μύγα ξύγκι — а) он очень скуп; — б) он жестокий эксплуататор;

    μου έβγαλε την ψυχή (или τό θεό, την πίστη) (ανάποδα) он из меня всю душу вытянул;
    έβγαλα το σβέρκο μου να τελειώσω... я измучился, пока не закончил...; μου το 'βγάλε απ' τη μύτη мне боком вышло его благодеяние;

    του βγάλε το καπέλλο — я преклоняюсь перед ним; — я снимаю перед ним шляпу;

    τον έβγαλαν στο γαϊδουροπάζαρο его сделали посмешищем;
    βγάλ' τον κόρακα (или τον περίδρόμο, το σκασμό) перестань болтать; βγάλ' τη σκούφια σου και βάρ' του сперва на себя посмотри; δεν έβγαλε ούτε άχ или δεν πρόφτασε να βγάλει άχ он и ахнуть не успел; του 'βγαλαν λάδι его сильно сжали, стиснули (в толпе); του 'βγαλαν το λάδι из него выжали все соки, его выжали как лимон; τον έβγαλαν (ένα) λάδι (или αθώο) его оправдали, обелили; τοΒβγαλε το τομάρι он его ободрал как липку; έβγαλα τα μουλάρια меня сильно укачало; έβγαλα τα συκώτια μου (или τάντερά μου) меня с души воротит;

    τό γινάτι βγάλεει μάτι — упрямство до добра не доведёт;

    βάζω άλλον να βγάλει τα κάστανα απ' τη φωτιά посл, заставлять другого таскать каштаны из огня; чужими руками жар загребать;

    βγάλε νερό με το καλάθι — погов, носить воду решетом; — толочь воду в ступе;

    απ' το 'να αφτί τα μπάζει κι' απ' τ' άλλο τα βγάλεει — погов, в одно ухо влетает, а в другое вылетает;

    όποιος βγάνει και δεν βάνα, γλήγορα τον πάτο φτάνει посл, без расчёту жить — себя губить

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βγάλε

  • 2 κόρακας

    ο ворон;

    § εφαγα τον κόρακα — я наелся до отвала;

    βγάλε τον κόρακα — тише, перестань (шуметь, кашлять);

    άμε στον κόρακα! — иди к чёрту!;

    όταν θ'άσπρίσει ο κόρακας και γίνει περιστέρι — когда рак свистнет;

    κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζβι — посл, ворон ворону глаз не выклюет

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κόρακας

  • 3 περίδρυμος

    ο
    1) болтун;

    βγάλε τον περίδρυμο ( — за)молчи!;

    2) сорванец;
    3) нарыв; 4) колики, резь;

    § νά σε κόψει ο περίδρυμος — чтоб тебя скрючило!;

    τρώνω ( — или κατεβάζω) ένα περίδρυμο — объедаться

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > περίδρυμος

  • 4 σκούφια

    η, σκούφος ο 1.) головной убор (тж. детский), шапка; шапочка; капор; чепец, чепчик; колпак;
    2) перен. хохолок (у птиц);

    § βρίσκω από πού κρατάει η σκούφια κάποιου — уточнять чьё-л. происхождение;

    βγάλε τη σκούφια σου και χτύπα με — не тебе морали мне читать; — чья бы корова мычала, а твоя бы молчала (груб.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σκούφια

См. также в других словарях:

  • Anexo:Falsos amigos — Los falsos amigos son palabras que, a pesar de tener significados diferentes, pueden escribirse o pronunciarse de una manera similar en dos o más idiomas. Lo anterior puede deberse tanto a distintas etimologías como a un cambio en el significado… …   Wikipedia Español

  • κόρακας — I Ονομασία τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 6 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βοιών. 2. Ακατοίκητος πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο… …   Dictionary of Greek

  • λουρί — το (Μ λωρίον) ταινία, συνήθως δερμάτινη, για διάφορες χρήσεις, ιμάντας (α. «κόπηκαν τα λουριά τού αλόγου» β. «το λουρί τής μηχανής χαλάρωσε» γ. «είχε το σκυλί του δεμένο με ένα μακρύ λουρί») νεοελλ. 1. στενό και επίμηκες τμήμα επιφάνειας, λωρίδα… …   Dictionary of Greek

  • περίδρομος — (I) ο, ΝΜΑ στοά ή δίοδος γύρω από έναν χώρο ή γύρω από ένα οικοδόμημα («ἐποίησε ἐπὶ τῶν οἰκημάτων περιδρόμους καὶ ἐπάλξεις», Ξεν.) νεοελλ. 1. παρωνυχία, φλεγμονή τής δερματικής πτυχής που περιβάλλει το νύχι 2. ισχυρός σπασμωδικός πόνος τού… …   Dictionary of Greek

  • σκούφια — η, Ν 1. κάλυμμα τού κεφαλιού, σκούφος 2. ειδικός σκούφος για βρέφη 3. λοφίο από φτερά που υπάρχει στο κεφάλι μερικών πτηνών 4. φρ. α) «βγάλε την σκούφια σου και χτύπα με» λέγεται για εκείνους που ονειδίζουν τις πράξεις άλλων, στις οποίες όμως και …   Dictionary of Greek

  • σπόρια — τα, Ν 1. οι σπόροι, τα σπέρματα («βγάλε τα σπόρια από τις ντομάτες») 2. ψημένοι σπόροι ηλιόσπορου ή κολοκυθιού, πασατέμπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. τού σπόρ ι(ον), υποκορ. τού αρχ. σπόρος ή υποχωρητ. σχηματ. από σπόρος κατά το σχήμα λόγος: λόγια] …   Dictionary of Greek

  • συχαρίκια — τα / συγχαρίκια, ΝΜ, και συγχαρίκεια Μ 1. δώρο σε αυτόν που φέρνει ευχάριστα νέα νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) ευχάριστα νέα, ευχάριστες ειδήσεις 2. συγχαρητήρια 3. φρ. «πάρ τη σκούφια μου συχαρίκια» ή «βγάλε το σκουλαρίκι σου και δώσ το για τα… …   Dictionary of Greek

  • φόρο — το / φόρον, ΝΜΑ, και φόρος, ο, ΝΜ η αγορά, η περιοχή τής αγοράς νεοελλ. φρ. «τά βγάλε στο φόρο» [ή στα φόρα]» τά φανέρωσε δημόσια, τά αποκάλυψε μσν. η περιοχή τού δικαστηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. forum «αγορά» (πρβλ. και νεοελλ. φόρουμ). Ο νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • χείλος — ους, το / χεῖλος, είλους και είλεος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χῆλος και αιολ. τ. χέλλος Α 1. καθεμία από τις δύο σαρκώδεις πτυχές τού δέρματος που αποτελούν το περίγραμμα τής στοματικής σχισμής, το χείλι και αχείλι 2. μτφ. (για πράγμ.) το ακραίο τμήμα… …   Dictionary of Greek

  • ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»