1 περίδρυμος
βγάλε τον περίδρυμο ( — за)молчи!;
§ νά σε κόψει ο περίδρυμος — чтоб тебя скрючило!;
τρώνω ( — или κατεβάζω) ένα περίδρυμο — объедаться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > περίδρυμος