Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

βαϑύζωνος

См. также в других словарях:

  • βαθύζωνος — deep girded masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθύζωνος — (Α βαθύζωνος, ον) (για γυναίκα) χαμηλά ζωσμένη, με τη ζώνη χαμηλά, στη μέση …   Dictionary of Greek

  • βαθύζωνος — η, ο εκείνος που έχει χαμηλά τη ζώνη: Το άγαλμα στην πλατεία παρασταίνει μια βαθύζωνη κόρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαθύζωνον — βαθύζωνος deep girded masc/fem acc sg βαθύζωνος deep girded neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυζώνοιο — βαθύζωνος deep girded masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυζώνοις — βαθύζωνος deep girded masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυζώνοισιν — βαθύζωνος deep girded masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυζώνου — βαθύζωνος deep girded masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυζώνους — βαθύζωνος deep girded masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυζώνων — βαθύζωνος deep girded masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυζώνῳ — βαθύζωνος deep girded masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»