-
81 βαρύ-στονος
-
82 βαρύ-σωμος
βαρύ-σωμος, schwerleibig, Sp.
-
83 βαρύ-τονος
-
84 βαρύ-τλητος
βαρύ-τλητος, 1) schwer zu dulden, ὀδύναι Leont. 13 ( Plan. 245). – 2) schwer duldend, Ἀττική Ep. ad. 690 (VII, 349); Naumach. Stob. fl. 58, 5.
-
85 βαρύ-τῑμος
βαρύ-τῑμος, 1) hochgeehrt, ϑεοί Aesch. Suppl. 24. – 2) von schwerem Werthe, theuer, Strab.; – theuer verkaufend, Hel. 2, 30.
-
86 βαρύ-υπνος
βαρύ-υπνος, sehr schläfrig, Nonn. D. 18, 631.
-
87 βαρύ-φρων
-
88 βαρύ-φωνος
βαρύ-φωνος, von tiefer Stimme, γέρων Menand. bei Ath. II, 71 c; Arist.
-
89 βαρύ-φορτος
βαρύ-φορτος, schwer belastet, Nonn. D. 48, 796.
-
90 βαρύ-φλοισβος
βαρύ-φλοισβος, stark tosend, Sp.
-
91 βαρύ-φθογγος
βαρύ-φθογγος, stark, tief tönend, brüllend, λέων H. h. Ven. 160; Nic. Th. 171; νευρά Pind. I. 5, 32; αὐλοί Ep. ad. 174 (VI. 51); τρήρωνες Opp. C. 1, 352.
-
92 βαρύ-χειλος
βαρύ-χειλος, ῥήτωρ, mit schweren Lippen, Ammian. 5 ( Plan. 20).
-
93 βαρύ-χορδος
βαρύ-χορδος, φϑόγγος, tiefklingend, Strat. 29 (XII, 187).
-
94 βαρύ-ψῡχος
βαρύ-ψῡχος, ἀνήρ, schwermüthig, mißmüthig, Soph. Ai. 312.
-
95 βαρύ-βρομος
βαρύ-βρομος, stark tönend, Hom. frg. 71; αὐλός Eur. Bacch. 151; τύμπανα Hel. 1305; κῦμα ἅλιον Phoen. 183; πόντος Ar. Nub. 284; sp. D.; βροντή Luc. Tim. 1.
-
96 βαρύ-νωτος
βαρύ-νωτος, mit schwerem Rücken, Empedocl. 237.
-
97 βαρύ-κρᾱνος
βαρύ-κρᾱνος, = βαρυκέφαλος, Sp.
-
98 βαρύ-κτυπος
βαρύ-κτυπος, Ζεύς, furchtbar donnernd, H. h. Cer.; Hes. O. 79; Poseidon, Sc. 318; Th. 818; Pind. Ol. 1, 72 N. 4, 87; übh. laut brausend, πόντος Claudian. 4 (IX, 753).
-
99 βαρύ-γυιος
βαρύ-γυιος, gliederbeschwerend, -lähmend, νοῦσος Gaetul. 3 (VI, 190); κέλευϑα Opp. Hal. 5, 63.
-
100 βαρύ-γδουπος
βαρύ-γδουπος, für βαρύδουπος, stark tosend, Ζεύς Pind. Ol. 6, 81; ἄνεμος P. 4, 210; ἀῆται Ep. ad. 373 (IX, 674); sp. D., Mus. 270 ϑάλασσα.
См. также в других словарях:
βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος … Dictionary of Greek
Βαρύ — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ., 52 κάτ.) της Κεφαλονιάς. Βρίσκεται στα βόρεια της Αγίας Ευφημίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερίσου … Dictionary of Greek
βαρύ — βαρύς heavy in weight masc voc sg βαρύς heavy in weight neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλο-βαρυ-παρα-μελο-ρυθμο-βάτης — λαλο βαρυ παρα μελο ρυθμο βάτης, δωρ. ας, ὁ (Α) (κωμ. λ.) αυτός που μιλά φλύαρα και παράφωνα, χωρίς ρυθμό και μέλος. [ΕΤΥΜΟΛ. «Επ ευκαιρία σύνθετο» τής κωμικής γλώσσας πλασμένο από την παράταξη τών λ. λάλος + βαρύς + παρά + μέλος + ρυθμός + βάτης … Dictionary of Greek
ύδωρ, βαρύ — Ένωση, χημικά ανάλογη με το κοινό νερό, αλλά με διαφορετικά φυσικά χαρακτηριστικά, επειδή στο μόριό του, αντί των δύο ατόμων του υδρογόνου, περιέχει δύο ισότοπά του, που ονομάζονται δευτέριο (σύμβολο D). Επειδή η ατομική μάζα του δευτέριου είναι… … Dictionary of Greek
βαρύνοντ' — βαρύ̱νοντα , βαρύνω weigh down pres part act neut nom/voc/acc pl βαρύ̱νοντα , βαρύνω weigh down pres part act masc acc sg βαρύ̱νοντι , βαρύνω weigh down pres part act masc/neut dat sg βαρύ̱νοντι , βαρύνω weigh down pres ind act 3rd pl (doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύνῃ — βαρύ̱νῃ , βαρύνω weigh down aor subj mid 2nd sg βαρύ̱νῃ , βαρύνω weigh down aor subj act 3rd sg βαρύ̱νῃ , βαρύνω weigh down pres subj mp 2nd sg βαρύ̱νῃ , βαρύνω weigh down pres ind mp 2nd sg βαρύ̱νῃ , βαρύνω weigh down pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύνετε — βαρύ̱νετε , βαρύνω weigh down aor subj act 2nd pl (epic) βαρύ̱νετε , βαρύνω weigh down pres imperat act 2nd pl βαρύ̱νετε , βαρύνω weigh down pres ind act 2nd pl βαρύ̱νετε , βαρύνω weigh down imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύνω — βαρύ̱νω , βαρύνω weigh down aor subj act 1st sg βαρύ̱νω , βαρύνω weigh down pres subj act 1st sg βαρύ̱νω , βαρύνω weigh down pres ind act 1st sg βαρύ̱νω , βαρύνω weigh down aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυνόμεθα — βαρῡνόμεθα , βαρύνω weigh down aor subj mid 1st pl (epic) βαρῡνόμεθα , βαρύνω weigh down pres ind mp 1st pl βαρῡνόμεθα , βαρύνω weigh down imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυνόμεν' — βαρῡνόμενα , βαρύνω weigh down pres part mp neut nom/voc/acc pl βαρῡνόμενε , βαρύνω weigh down pres part mp masc voc sg βαρῡνόμεναι , βαρύνω weigh down pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)