-
1 βαρυφθογγος
-
2 βαρυς
βᾰρεῖα, βαρύ1) тяжелый, тяжеловесный Her., Plat., Arst., Plut.2) тяжеловооруженный(δύναμις Plut.)
τὸ βαρύτατον τοῦ στρατεύματος Xen., τὰ βαρέα τῶν ὅπλων Polyb. и τὰ ἐν βάρεσιν ὅπλοις Diod. — тяжеловооруженные войска3) отяжелевший, ослабевший(σὺν и ἐν γήρᾳ, νόσῳ Soph.; ὑπὸ τῆς μέθης Plut.)
πολλοῖσι β. ἐνιαυτοῖς Theocr. — удрученный старостью;β. ἐκ τοῖν σκελοῖν Luc. — с трудом передвигающий ноги4) сильный, мощный, грозный(χείρ Hom.; δύναμις Polyb. - ср. 1; πόλις Diod.)
5) тяжелый, тяжкий, тягостный, тж. жестокий(ὀδύναι Hom.; πένθος, νόσος Pind.; τύχαι Aesch.; μῆνις Soph.; πόλεμος Dem.)
6) невыносимый, несносный(τοῖς συνοῦσι Plat.; ἡλίου θάλπος Anth.; φρόνημα Plut.)
7) трудный, затруднительный(τινι Soph.)
8) опасный(χωρίον Xen.)
9) разгневанный, гневный(βαρὺν θυμὸν ἔχειν Theocr.)
10) тяжелый или резкий(ὀδμή Her. и ὀσμή Arst.)
11) низкий, глубокий, глухо звучащий(φθόγγος Hom.; χορδή Plat.)
; но тж. сильный, мощный(φωνή Arst.; βρύχημα λέοντος Anth.)
12) угрюмый, мрачный(βαρύτερος τὸ ἦθος ὤν Plut.)
13) степенный, серьезный, важный(σεμνὸς ἢ β. Arst.)
14) суровый, строгий(εὔθυνος Aesch.)
15) грам. тяжелыйβ. συλλαβή Plat. — слог, произносимый с понижением тона (accentus gravis) -
3 βαρυχορδος
См. также в других словарях:
υγρόφθογγος — ον, Α (για λαγήνι με στενό λαιμό) αυτός που παράγει ήχο κατά τη ροή τού νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + φθογγος (< φθόγγος ή φθογγή < φθέγγομαι), πρβλ. βαρύ φθογγος, λιγύ φθογγος] … Dictionary of Greek
πολύφθογγος — η, ο / πολύφθογγος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει, εκπέμπει ή αναδίδει πολλούς ήχους, πολύηχος 2. (για πρόσ.) εύγλωττος και πειστικός («ῥήτορας πολυφθόγγους», Ακάθ. Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φθογγος (< φθόγγος < φθέγγομαι), πρβλ. βαρύ… … Dictionary of Greek
νεόφθογγος — νεόφθογγος, ον (Μ) αυτός που τραγουδάει με καινούργιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + φθόγγος (< φθέγγομαι), πρβλ. βαρύ φθογγος] … Dictionary of Greek
ομόφθογγος — ὁμόφθογγος, ον (Α) αυτός που φθέγγεται, που κραυγάζει συγχρόνως ή αυτός που ηχεί συγχρόνως («παντοίην ἀλάλαζεν ὁμοφθόγγων ὄπα θηρῶν», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + φθόγγος (πρβλ. βαρύ φθογγος)] … Dictionary of Greek
φιλόφθογγος — ον, Α αυτός που τού αρέσει ο θόρυβος, η φασαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + φθόγγος (πρβλ. βαρύ φθογγος)] … Dictionary of Greek