Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

βαρύνω

См. также в других словарях:

  • βαρύνω — βαρύνω, βάρυνα βλ. πίν. 48 Σημειώσεις: βαρύνω : η σημασία του, σε σχέση με το βαραίνω, έχει περιοριστεί κυρίως στο → έχω βαρύτητα, σπουδαιότητα, ενώ συνηθισμένη είναι η χρησιμοποίηση του ρήματος με την έννοια → αποτελώ στοιχείο εις βάρος κάποιου… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βαρυνῶ — βαρύνω weigh down fut ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύνω — βαρύ̱νω , βαρύνω weigh down aor subj act 1st sg βαρύ̱νω , βαρύνω weigh down pres subj act 1st sg βαρύ̱νω , βαρύνω weigh down pres ind act 1st sg βαρύ̱νω , βαρύνω weigh down aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύνω — (AM βαρύνω) [βαρύς] τονίζω με βαρεία νεοελλ. φρ. «με βαρύνει κάτι» ή «βαρύνομαι με κάτι» έχω κάτι εις βάρος μου (κατηγορία, αδίκημα, παρατυπία κ.λπ.) μσν. Ι. 1. επιρρίπτω ευθύνη σε κάποιον, κατηγορώ 2. χτυπάω 3. έχω βάρος, είμαι βαρύς II.( ομαι)… …   Dictionary of Greek

  • βαρύνω — βλ. βαραίνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βεβάρυνται — βαρύνω weigh down perf ind mp 3rd sg βαρύνω weigh down perf ind mp 3rd pl (epic ionic) βαρύνω weigh down perf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυνεῖ — βαρύνω weigh down fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) βαρύνω weigh down fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυνθέντα — βαρύνω weigh down aor part pass neut nom/voc/acc pl βαρύνω weigh down aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυνουσῶν — βαρύνω weigh down fut part act fem gen pl (attic epic doric) βαρῡνουσῶν , βαρύνω weigh down pres part act fem gen pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυνοίμην — βαρύνω weigh down fut opt mid 1st sg (attic epic doric) βαρῡνοίμην , βαρύνω weigh down pres opt mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυνούσαις — βαρύνω weigh down fut part act fem dat pl (attic epic doric) βαρῡνούσαις , βαρύνω weigh down pres part act fem dat pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»