-
1 βαρυνω
γυῖα βαρύνεται Hom. — у него слабеют члены;
χεῖρα βαρυνθείς Hom. — с бессильно повисшей рукой;ὄμμα μου βαρύνεται Eur. — в глазах у меня мутится;βαρύνεσθαι τέν κεφαλήν Plat. — ощущать тяжесть в голове, страдать головной болью;2) томить(δίψος βαρύνει τινά Anth.)
(διά τι Thuc. и τινι Plut.)
βαρυνόμενοι τὸν Θησέα Plut. — которые терпеть не могли Тесея4) грам. произносить с тяжелым (тупым) ударением, т.е. пониженным тоном или безударно -
2 βαρύνω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βαρύνω
-
3 βαρύνω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βαρύνω
-
4 βαρύνω
(αόρ. εβάρυνα, παθ. αόρ. εβαρύνθην и βαρέθηκα) 1. μετ. см. βαραίνω;2. αμετ. держать кого-л. на почтительном расстоянии -
5 βαρύνω
отягощать, обременять, тяготить.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > βαρύνω
-
6 βαρύνω
[варино] ρ отягощать, обременять. -
7 βαρυνθεν
-
8 καταβαρυνω
-
9 925
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 925
См. также в других словарях:
βαρύνω — βαρύνω, βάρυνα βλ. πίν. 48 Σημειώσεις: βαρύνω : η σημασία του, σε σχέση με το βαραίνω, έχει περιοριστεί κυρίως στο → έχω βαρύτητα, σπουδαιότητα, ενώ συνηθισμένη είναι η χρησιμοποίηση του ρήματος με την έννοια → αποτελώ στοιχείο εις βάρος κάποιου… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βαρυνῶ — βαρύνω weigh down fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύνω — βαρύ̱νω , βαρύνω weigh down aor subj act 1st sg βαρύ̱νω , βαρύνω weigh down pres subj act 1st sg βαρύ̱νω , βαρύνω weigh down pres ind act 1st sg βαρύ̱νω , βαρύνω weigh down aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύνω — (AM βαρύνω) [βαρύς] τονίζω με βαρεία νεοελλ. φρ. «με βαρύνει κάτι» ή «βαρύνομαι με κάτι» έχω κάτι εις βάρος μου (κατηγορία, αδίκημα, παρατυπία κ.λπ.) μσν. Ι. 1. επιρρίπτω ευθύνη σε κάποιον, κατηγορώ 2. χτυπάω 3. έχω βάρος, είμαι βαρύς II.( ομαι)… … Dictionary of Greek
βαρύνω — βλ. βαραίνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βεβάρυνται — βαρύνω weigh down perf ind mp 3rd sg βαρύνω weigh down perf ind mp 3rd pl (epic ionic) βαρύνω weigh down perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυνεῖ — βαρύνω weigh down fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) βαρύνω weigh down fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυνθέντα — βαρύνω weigh down aor part pass neut nom/voc/acc pl βαρύνω weigh down aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυνουσῶν — βαρύνω weigh down fut part act fem gen pl (attic epic doric) βαρῡνουσῶν , βαρύνω weigh down pres part act fem gen pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυνοίμην — βαρύνω weigh down fut opt mid 1st sg (attic epic doric) βαρῡνοίμην , βαρύνω weigh down pres opt mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυνούσαις — βαρύνω weigh down fut part act fem dat pl (attic epic doric) βαρῡνούσαις , βαρύνω weigh down pres part act fem dat pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)