-
1 βαρύ-στονος
-
2 βαρυ-βρώς
-
3 βαρύστονος
βᾰρῠ-στονος, ον,A groaning heavily, τοῖς βαρυστόνοις ἐπικαλουμένοις.. ὑποκριταῖς nicknamed the bellowers, D.18.262, cf. Epicur.Fr. 114, 237; resounding,λίθος AP9.246
(Marc. Arg.). Adv. .II of things, heavily lamented, grievous, S.OT 1233, Orac. ap. Paus.10.9.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαρύστονος
-
4 βαρύστονος
βαρύ-στονος, schwer seufzend, stöhnend -
5 βαρυστονος
21) тяжело стонущий, вздыхающий(ὑποκριταί Dem.)
2) падающий со звоном(λίθος Anth.)
3) исторгающий стоны, прискорбный Soph. -
6 βαρυβρώς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαρυβρώς
-
7 βαρυβρως
См. также в других словарях:
μεγαλόστονος — μεγαλόστονος, ον (Α) αυτός που προξενεί πολλούς στεναγμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + στόνος (< στένω «στενάζω, κλαίω»), πρβλ. αλί στονος, βαρύ στονος] … Dictionary of Greek
ναυσίστονος — ναυσίστονος, ον (Α) φρ. «ναυσίστονος ὕβρις» αξιοθρήνητη απώλεια πλοίων, στεναγμοί και γόοι που ακούγονται από πλοία εξαιτίας ήττας σε ναυμαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί τού ναῦς «πλοίο» + στόνος (< στένω «στενάζω»), πρβλ. αλί στονος βαρύ … Dictionary of Greek
πολύστονος — ον, Α 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει πολλούς στεναγμούς, που στενάζει ή θρηνεί πολύ, δυστυχισμένος 2. (για πράγμ.) αυτός που προκαλεί πολλούς στεναγμούς, ο αίτιος πολλών στεναγμών, ο λυπηρός («εἶτα τὴν πολύστονον Τροίαν ἑλόντα κλέος ὑπέρτατον… … Dictionary of Greek
φιλόστονος — ον, Μ αυτός που τού αρέσει να στενάζει. επίρρ... φιλοστόνως Α με στεναγμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + στόνος «στεναγμός» (< στένω), πρβλ. βαρύ στονος] … Dictionary of Greek