-
1 надоедливый
-
2 надоедливый
надоедлив||ыйприл βαρετός, ὀχλη-» ἀνιαρός, φορτικός, ἐνοχλητικός: -
3 несносный
несносныйприл ἀφόρητος, ἀνυπόφορος / βαρετός, φορτικός (надоедливый, скучный):\несносный человек ὁ βαρετός ἀνθρωπος. -
4 нудный
ну́дныйприл ἀνιαρός, βαρετός, ὀχλη-ρός, ἐνοχλητικός:\нудный человек βαρετός ἄνθρωπος. -
5 навязчивый
επ., βρ: -чив, -а, -о.1. ενοχλητικός, οχληρός, φορτικός, βαρετός•навязчивый че-ловк ενοχλητικός άνθρωπος•
навязчивый посетитель βαρετός επισκέπτης.
2. μτφ. έμμονος, επίμονος•-ая идея, мысль έμμονη ιδέα, σκέψη.
-
6 докучать
докучатьнесов γίνομαι ὀχληρός, σκοτίζω, παραζαλίζω, ἐνοχλῶ:\докучать просьбами γίνομαι ὀχληρός, γίνομαι φορτικός, γίνομαι βαρετός ζητώντας κάτι. -
7 надоедать
надо||еда́тьнесов βαριέμαι κάτι / ἐνο-1, γίνομαι βαρετός, γίνομαι φόρτωμα Щчать):мне \надоедатьела эта работа τήν 'έθηκα αὐτήν τήν δουλειά· \надоедать просьбами γίνομαι φόρτωμα μέ τίς παρακλήσεις μου· не \надоедатьедай мне μή μοῦ γίνεσαι 3ΐωμα. -
8 наскучивать
наскучиватьнесов, наскучить сов γίνομαι ὀχληρός, ἀνιαρός, βαρετός:мне наскучило это αὐτό τό βαρέθηκα. -
9 опостылеть
опостыле||тьсов разг γίνομαι μισητός, γίνομαι ἀπεχθής, γίνομαι βαρετός:\опостылетьло мне все это τά βαρέθηκα ὀλα αὐτά. -
10 оскомина
оскоми||наж ἡ στυφάδα:набить \оскоминану перен γίνομαι βαρετός. -
11 прискучить
прискучитьсов разг γίνομαι βαρετός, γίνομαι ἀνιαρός. -
12 утомительный
утоми́тельн||ыйприл κοπιαστικός, κουραστικός/ ἀνιαρός, βαρετός (скучный):\утомительныйая поездка τό κουραστικό ταξίδι· \утомительныйый разговор ἡ ἀνιαρή συζήτηση. -
13 надоедать
[νανταιντάτ'] ρ. γίνομαι βαρετός -
14 надоедливый
[νανταιέντλιβυϊ] επ. βαρετός -
15 наскучивать
[νασκούτσιβατ*] ρ. γίνομαι βαρετός -
16 нудный
[νουντνυΐ] εκ. ανιαρός, βαρετός -
17 скучный
[σκούτσνυϊ] επ. μελαγχολικός, άκεφος, ανιαρός, πληκτικός, βαρετός -
18 утомительный
[ουταμίτιλ"νυϊ] επ. κουραστικός, βαρετός -
19 надоедать
[νανταιντάτ'] ρ γίνομαι βαρετός -
20 надоедливый
[νανταιέντλιβυϊ] επ βαρετός
См. также в других словарях:
βαρετός — ή, ό (Μ βαρετός, ή, όν) [βαραίνω] 1. βαρύς 2. ανιαρός 3. δυσάρεστος νεοελλ. 1. σοβαρός, σημαντικός 2. ανυπόφορος 3. το θηλ. ως ουσ. η βαρετή η έγκυος … Dictionary of Greek
βαρετός — ή, ό αυτός που προξενεί πλήξη, ανία, ο ενοχλητικός: Έγινε βαρετός με τις συνεχείς επισκέψεις του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβάρετος — (I) η, ο 1. ο πάντοτε πρόθυμος για εργασία, ακούραστος, ακαταπόνητος 2. αυτός που δεν γίνεται ενοχλητικός, βάρος στον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + βαρετός]. (II) και ητος, η, ο 1. αχτύπητος, άδαρτος 2. αλάβωτος, ατραυμάτιστος 3. «γάλα αβάρετο» … Dictionary of Greek
αμήρυτος — ἀμήρυτος, ον (Α) [μηρύομαι] 1. αυτός που δεν φθάνει σε τέλος, ατελείωτος 2. ανιαρός, βαρετός … Dictionary of Greek
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek
οχληρός — ή, ὁ (Α ὀχληρός, ά, όν) (για πρόσ.) αυτός που ενοχλεί ή δυσαρεστεί κάποιον, ενοχλητικός, δυσάρεστος, φορτικός αρχ. 1. (για συγγραφέα) προσβλητικός, υβριστικός 2. (για λόγο ή πράγμα) αυτός που προξενεί ανία, βαρετός 3. θορυβώδης, ταραχώδης. επίρρ … Dictionary of Greek
πλήττω — και πλήσσω ΝΜΑ καταφέρω πλήγμα, χτυπώ κάποιον με κάτι νεοελλ. 1. τραυματίζω, πληγώνω 2. καταλαμβάνομαι από ανία, αισθάνομαι πλήξη, βαριέμαι 3. στενοχωριέμαι, μελαγχολώ 4. μτφ. πληγώνω ψυχικώς («τὸν έπληξε μεγάλη συμφορά») αρχ. 1. (για τον Δία)… … Dictionary of Greek
προσκορής — ές, Α 1. αυτός που προξενεί κορεσμό ή αηδία, απεχθής, βαρετός 2. (για λόγο) ανιαρός, ανούσιος 3. κορεσμένος, χορτασμένος. επίρρ... προσκόρως Α 1. με κορεσμό, με χόρτασμα 2. κατά κόρον, καθ υπερβολήν («λόγος προσκόρως κεκοσμημένος», Ερμογ.).… … Dictionary of Greek
συχνός — ή, ό / συχνός, ή, όν, ΝΜΑ, και ιδιωμ. τ. συχνιός, ά, ό, Ν 1. αυτός που γίνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, αυτός που επαναλαμβάνεται πολλές φορές, αλλεπάλληλος (α. «μάς κάνει συχνές επισκέψεις τον τελευταίο καιρό» β. «μάλα γε συχνὸν εἶδος»,… … Dictionary of Greek
φορτικός — ή, ό / φορτικός, ή, όν, ΝΜΑ [φόρτος] ενοχλητικός, βαρετός (α. «μέ παρακαλούσε με τρόπο φορτικό» β. «φορτικῷ ἀκολουθῶν ὄχλῳ», Λουκιαν. γ. «τὸ κουμβαλεῑν γὰρ τὸν πηλὸν ὡς φορτικὸν ἡγοῦμαι», Πρόδρ.) μσν. δυσνόητος, δύσκολος μσν. αρχ. (για νόμους ή… … Dictionary of Greek
φορτικότητα — η / φορτικότης, ητος, ΝΜΑ [φορτικός] νεοελλ. η ιδιότητα τού φορτικού, το να είναι ή να γίνεται κανείς ενοχλητικός, βαρετός («μού ζήτησε με φορτικότητα να τόν εξυπηρετήσω») μσν. αρχ. χυδαία, ανάγωγη συμπεριφορά … Dictionary of Greek