Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

βαρετός

  • 41 приставала

    α. κ. θ. άνθρωπος ενοχλητικός, φορτικός, βαρετός.

    Большой русско-греческий словарь > приставала

  • 42 скучный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно.
    1. άθυμος, βαρύ θυμός, δύσθυμος• άκεφος, κακόκεφος.
    2. ανιαρός, πληκτικός, βαρετός.

    Большой русско-греческий словарь > скучный

  • 43 тусклый

    επ., βρ: тускл, -кла, -кло.
    1. θαμπός, θολός•

    -ое стекло θαμπό γυαλί•

    тусклый свет θαμπό φως•

    тусклый день θαμπή μέρα.

    || αλαμπής, ά-στιλπνος. || ξεθωριασμένος.
    2. ασαφής, δυσδιάκριτος•

    -ая печать δυσδιάκριτη (μουντή) σφραγίδα.

    3. μτφ. άτονος, μη ζωηρός.
    4. м-тф• ανιαρός, πληκτικός, βαρετός• μονότονος.

    Большой русско-греческий словарь > тусклый

  • 44 утомительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно
    κουραστικός, κοπιαστικός, κοπιώδης•

    -ая дорога κουραστικός δρόμος•

    -ое путешествие κουραστικό ταξίδι•

    -ое заседание κουραστική συνεδρίαση.

    || πληκτικός, ανιαρός, βαρετός•

    утомительный разговор ανιαρή συνομιλία.

    Большой русско-греческий словарь > утомительный

См. также в других словарях:

  • βαρετός — ή, ό (Μ βαρετός, ή, όν) [βαραίνω] 1. βαρύς 2. ανιαρός 3. δυσάρεστος νεοελλ. 1. σοβαρός, σημαντικός 2. ανυπόφορος 3. το θηλ. ως ουσ. η βαρετή η έγκυος …   Dictionary of Greek

  • βαρετός — ή, ό αυτός που προξενεί πλήξη, ανία, ο ενοχλητικός: Έγινε βαρετός με τις συνεχείς επισκέψεις του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβάρετος — (I) η, ο 1. ο πάντοτε πρόθυμος για εργασία, ακούραστος, ακαταπόνητος 2. αυτός που δεν γίνεται ενοχλητικός, βάρος στον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + βαρετός]. (II) και ητος, η, ο 1. αχτύπητος, άδαρτος 2. αλάβωτος, ατραυμάτιστος 3. «γάλα αβάρετο» …   Dictionary of Greek

  • αμήρυτος — ἀμήρυτος, ον (Α) [μηρύομαι] 1. αυτός που δεν φθάνει σε τέλος, ατελείωτος 2. ανιαρός, βαρετός …   Dictionary of Greek

  • ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του …   Dictionary of Greek

  • οχληρός — ή, ὁ (Α ὀχληρός, ά, όν) (για πρόσ.) αυτός που ενοχλεί ή δυσαρεστεί κάποιον, ενοχλητικός, δυσάρεστος, φορτικός αρχ. 1. (για συγγραφέα) προσβλητικός, υβριστικός 2. (για λόγο ή πράγμα) αυτός που προξενεί ανία, βαρετός 3. θορυβώδης, ταραχώδης. επίρρ …   Dictionary of Greek

  • πλήττω — και πλήσσω ΝΜΑ καταφέρω πλήγμα, χτυπώ κάποιον με κάτι νεοελλ. 1. τραυματίζω, πληγώνω 2. καταλαμβάνομαι από ανία, αισθάνομαι πλήξη, βαριέμαι 3. στενοχωριέμαι, μελαγχολώ 4. μτφ. πληγώνω ψυχικώς («τὸν έπληξε μεγάλη συμφορά») αρχ. 1. (για τον Δία)… …   Dictionary of Greek

  • προσκορής — ές, Α 1. αυτός που προξενεί κορεσμό ή αηδία, απεχθής, βαρετός 2. (για λόγο) ανιαρός, ανούσιος 3. κορεσμένος, χορτασμένος. επίρρ... προσκόρως Α 1. με κορεσμό, με χόρτασμα 2. κατά κόρον, καθ υπερβολήν («λόγος προσκόρως κεκοσμημένος», Ερμογ.).… …   Dictionary of Greek

  • συχνός — ή, ό / συχνός, ή, όν, ΝΜΑ, και ιδιωμ. τ. συχνιός, ά, ό, Ν 1. αυτός που γίνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, αυτός που επαναλαμβάνεται πολλές φορές, αλλεπάλληλος (α. «μάς κάνει συχνές επισκέψεις τον τελευταίο καιρό» β. «μάλα γε συχνὸν εἶδος»,… …   Dictionary of Greek

  • φορτικός — ή, ό / φορτικός, ή, όν, ΝΜΑ [φόρτος] ενοχλητικός, βαρετός (α. «μέ παρακαλούσε με τρόπο φορτικό» β. «φορτικῷ ἀκολουθῶν ὄχλῳ», Λουκιαν. γ. «τὸ κουμβαλεῑν γὰρ τὸν πηλὸν ὡς φορτικὸν ἡγοῦμαι», Πρόδρ.) μσν. δυσνόητος, δύσκολος μσν. αρχ. (για νόμους ή… …   Dictionary of Greek

  • φορτικότητα — η / φορτικότης, ητος, ΝΜΑ [φορτικός] νεοελλ. η ιδιότητα τού φορτικού, το να είναι ή να γίνεται κανείς ενοχλητικός, βαρετός («μού ζήτησε με φορτικότητα να τόν εξυπηρετήσω») μσν. αρχ. χυδαία, ανάγωγη συμπεριφορά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»