-
1 βαρώ
(α) (αόρ. (ε)βάρεσα, παθ. αόρ. (ε)βαρέθηκα) 1. μετ.1) ударять, бить, колотить; 2) ранить;είμαι βαρεμένος στην καρδιά — быть раненным сердце;
3) подстрелить (об охотнике); метко стрелять, бить, попадать в цель;4) играть (на музыкальном инструменте);βαρ βιολί — играть на скрипке;
5) прогонять, отгонять (животных);6) принимать участие в торгаше; 2. αμετ. 1) подавить сигнал, трубить;βαράει η σάλπιγγα προσκλητήριο — труба играет сбор;
2) бить (о часах и т. п.);βάρεσε η καμπάνα μεσημέρι колокол пробил полдень; 3) стучать (в дверь, окно и т. п.); звонить (в дверь); 4) всходить (о светилах); ο ήλιος βάρεσε солнце уже высоко; 5) доходить, подходить (о воде); τό νερό βάρεσε μέχρι το μύλο вода дошла до мельницы; 6) ушибиться; расшибиться; получить ранение; 7) участвовать в торгах, называть цену;§ βαρώ μυϊγες — бить баклуши;
η κοιλιά μου βαράει ταμπουρά — в животе бурчит (от голода);
μου βάρεσε... мне пришло, взбрело в голову...;βαρώ τό κεφάλι μου — раскаиваться;
βαρώ στο κεφάλι — вызывать головокружение;
τό βαράει — она проститутка; — она женщина лёгкого поведения;
τον βάρεσε πετριά он совсем с ума сошёл;πάρε τον ένα και βάρα τον άλλο погов, два сапога пара -
2 καραϊσκάκης
ο:βαράει ( — или παίζει) καραϊσκάκη — он голодает, бедствует
-
3 ταμπουράς
ο тамбура (струнный музыкальный инструмент), § η κοιλιά μου βαράει (или παίζει) ταμπουρ6* у меня кишки марш играют, у меня живот подвело
См. также в других словарях:
βαρώ — ( άω και έω) (AM βαρῶ, έω, Μ και άω) 1. πιέζω με το βάρος μου 2. ενοχλώ, λυπώ μσν. νεοελλ. 1. χτυπώ, πλήττω 2. σημαίνω, χτυπώ («βαρούν τις καμπάνες», «βαράει η καμπάνα») 3. έχω βάρος, ζυγίζω 4. φρ. «βαράω λουμπάρδα, τουφεκιές» πυροβολώ νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
βάρεμα — το (Α βάρημα, Μ βάρεμα) βάρος, φορτίο μσν. νεοελλ. 1. ενόχληση, δυσφορία 2. επιβάρυνση, φόρος αρχ. νεοελλ. χτύπημα, πλήγμα νεοελλ. 1. τραύμα 2. η ώρα που βαράει, που ανατέλλει ο ήλιος μσν. στον πληθ. οι αποσκευές. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βάρεμα < αρχ.… … Dictionary of Greek
ηλιόβαρος — και λιόβαρος, η, ο αυτός που προσβάλλεται από τον ήλιο, αυτός που τόν βαράει ο ήλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + βαρος (< βαρώ) πρβλ. ηλιοβαρεμένος (≠ βαρος < βάρος, όπως στα υπέρ βαρος, ανισό βαρος)] … Dictionary of Greek
καραϊσκάκης — I Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος (Μαυρομάτι Καρδίτσας 1782 – Φάληρο 1827). Από άγνωστο πατέρα και μητέρα καλόγρια, κατατάχθηκε μικρός στα σώματα αρματολών των Αγράφων, όπου ξεχώρισε για την παλικαριά και την εξυπνάδα του. Στη … Dictionary of Greek
καρφί — Μεταλλικό, κυρίως, στοιχείο, αιχμηρό ή μη, που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση τεμαχίων. Αποτελείται από την κεφαλή και το στέλεχος. Ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζεται, ποικίλλουν η διατομή του στελέχους, το μήκος του και το σχήμα της… … Dictionary of Greek
μύγα — (musca domestica). Έντομο της οικογένειας των μιιδών, της τάξης των διπτέρων. Το κεφάλι φέρει μεγάλους σύνθετους οφθαλμούς, κεραίες κοντές και στοματικά όργανα μυζητικού τύπου, που αποτελούνται κυρίως από το κάτω χείλος, επίμηκες σαν προβοσκίδα,… … Dictionary of Greek
ταμπουράς — Έγχορδο μουσικό όργανο, από τα αρχαιότερα και λαϊκότερα της ελληνικής οργανολογίας. Η αρχαία ονομασία του είναι πανδουρίς, πανδούρα, φανδούρος, θαβούρα, θαμβούριν και ταμπούριν· τον συναντάμε στα Ακριτικά Έπη (9ος 11ος αι.) ως ταμπούραν. Ο τ.… … Dictionary of Greek
ψαχνός — ή, ό, Ν 1. (για κρέας σφαγίου) αυτός που αποτελείται μόνο από σάρκα χωρίς κόκαλα ή λίπος 2. (κυρίως το ουδ. ως ουσ.) το ψαχνό α) άπαχο κρέας σφαγίου χωρίς κόκαλα β) μτφ. το ουσιώδες μέρος μιας υπόθεσης («έλα στο ψαχνό») 3. φρ. α) «ο νους του στο… … Dictionary of Greek
ψητός — και ψηστός, ή, ό, Ν 1. αυτός που έχει ψηθεί, ψημένος 2. το ουδ. ως ουσ. το ψητό α) κρέας ψημένο σε ψησταριά ή σε φούρνο («ψητό με πατάτες») β) μτφ. το κυριότερο σημείο, η ουσία («άσε τις λεπτομέρειες και έλα στο ψητό») 3. φρ. «βαράει ίσα στο… … Dictionary of Greek