Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βαλλισμός

См. также в других словарях:

  • βαλλισμός — jumping about masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαλλισμός — ο (Α βαλλισμός) [βαλλίζω] νεοελλ. σύνδρομο κατά το οποίο ο ασθενής κάνει ακούσιες σπασμωδικές κινήσεις αρχ. το χοροπήδημα …   Dictionary of Greek

  • βαλλισμοῦ — βαλλισμός jumping about masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαλλισμόν — βαλλισμός jumping about masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημιβαλλισμός — ο ιατρ. βαλλισμός* που προσβάλλει το ένα πλάγιο τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hemiballisme < hemi (πρβλ. ημι ) + balli sme (πρβλ. βαλλισμός)] …   Dictionary of Greek

  • βαλλίζω — (Α) χοροπηδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο όρος βαλλίζω πλάστηκε στη Σικελία και τη Μεγάλη Ελλάδα έχει δε υποστηριχθεί ότι αποτελεί παρεκτεταμένη μορφή του βάλλω. Ο συσχετισμός του βαλλίζω με το αρχ. ινδ. balbalīti «στριφογυρίζει» είναι αβάσιμος. Στον Επίχαρμο και …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»