-
1 βαλλισμός
-
2 βαλλισμός
βαλλισμόςjumping about: masc nom sg -
3 βαλλισμός
βαλλισμός, ὁ,A jumping about, dancing, Alex.107, Ath.8.362b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαλλισμός
-
4 βαλλισμός
-
5 βαλλισμός
ο1) баллада; 2) мед. хорея -
6 βαλλισμόν
βαλλισμόςjumping about: masc acc sg -
7 βαλλισμού
-
8 βαλλισμοῦ
-
9 βαλλίζω
Grammatical information: v.Derivatives: βαλλισμός `dance' (Alex.). βαλλιστής (Shipp, Glotta 39 (1960) 149-52) from which Lat. ballista `catapult' (since Plaut.); βαλλίστρα `id.' (Procop.); as constellation Scherer, Gestirnnamen 203.Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Derivation from βάλλω; on the meaning s. Paessens RhM 90, 146ff., Radermacher ib. 91, 52ff. and DELG. Lat. ballāre `dance' will be related, but not directly derived from βαλλίζω.Page in Frisk: 1,215Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βαλλίζω
См. также в других словарях:
βαλλισμός — jumping about masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλλισμός — ο (Α βαλλισμός) [βαλλίζω] νεοελλ. σύνδρομο κατά το οποίο ο ασθενής κάνει ακούσιες σπασμωδικές κινήσεις αρχ. το χοροπήδημα … Dictionary of Greek
βαλλισμοῦ — βαλλισμός jumping about masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλλισμόν — βαλλισμός jumping about masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημιβαλλισμός — ο ιατρ. βαλλισμός* που προσβάλλει το ένα πλάγιο τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hemiballisme < hemi (πρβλ. ημι ) + balli sme (πρβλ. βαλλισμός)] … Dictionary of Greek
βαλλίζω — (Α) χοροπηδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο όρος βαλλίζω πλάστηκε στη Σικελία και τη Μεγάλη Ελλάδα έχει δε υποστηριχθεί ότι αποτελεί παρεκτεταμένη μορφή του βάλλω. Ο συσχετισμός του βαλλίζω με το αρχ. ινδ. balbalīti «στριφογυρίζει» είναι αβάσιμος. Στον Επίχαρμο και … Dictionary of Greek