-
1 βαθυχθων
-
2 βαθυδενδρος
-
3 βαθυπλουτος
-
4 βαθυστερνος
См. также в других словарях:
βαθύστερνος — βαθύστερνος, ον (Α) 1. αυτός που έχει βαθύ στέρνο («βαθύστερνος λέων», Πίνδ.) 2. βαθύς («βαθύστερνος χθών», «βαθύστερνος πόντος») … Dictionary of Greek