Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

βαθύχθων

См. также в других словарях:

  • βαθύχθων — βαθύχθων, ον (Α) εύφορος …   Dictionary of Greek

  • βαθύχθονα — βαθύχθων neut nom/voc/acc pl βαθύχθων masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθύχθον' — βαθύχθονα , βαθύχθων neut nom/voc/acc pl βαθύχθονα , βαθύχθων masc/fem acc sg βαθύχθονι , βαθύχθων dat sg βαθύχθονε , βαθύχθων nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χθων — η / χθών, ονός, ΝΑ ως κύριο όν. η Χθων μυθ. προσωποποιημένη θεότητα τής γης, που ταυτίζεται με τη Γαία και την οποία θεωρούσαν μητέρα τών Τιτάνων, τών Σειρήνων, τών Γιγάντων και τού Τυφώνος αρχ. 1. η γη, το έδαφος, το χώμα (α. «χθονὶ γυῑα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»